Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

83-Χρήστος Λεττονός-ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ & Γουτού Γουπατού (ΕΡΤ)

Τελευταία Επέμβαση (!) Τακτοποίησης : 24-04-2019
--------------------------------------------------
Πρόκειται για την Θεατρική σύνθεση των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη «Το μοιρολόγι της φώκιας», «Έρως-Ήρως» και «'Ανθος του γιαλού»
-------------------------------------------------- 
στις 20-11-2009 από το αρχείο της ΕΡΤ (http://www.ert-archives.gr) βρήκα τα παρακάτω :
            TO ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ
Πρώτη εκπομπή:
24 Δεκεμβρίου 1980
Συντελεστές
Καρράς Βασίλης, ΤΕΧΝΙΚΟΣ
Λεωκράτης Πέτρος, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Βαρελά Αγγελική, ΔΙΑΣΚΕΥΗ
Μπουρνόζου Πίτσα, ΔΙΑΝΟΜΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ)
Γιακωβάκης Τώνης, ΔΙΑΝΟΜΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ)
Ελευθεριάδης Λευτέρης, ΔΙΑΝΟΜΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ)
Τριανταφύλλου Καίτη, ΔΙΑΝΟΜΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ)
Λεττονός Χρήστος, ΔΙΑΝΟΜΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ)
Χόπτηρης Δημήτρης, ΔΙΑΝΟΜΗ (ΗΘΟΠΟΙΟΣ)

Γίτσα Βαλμά, ΗΧΟΙ
Γιάννης Ζουγανέλης, ΜΟΥΣΙΚΗ
Γιάννης Σπυρόπουλος, ΠΙΑΝΟ
----------------------------------------------------
Σήμερα (27-9-2012), ως δια μαγείας ΔΕΝ υπάρχει κάτι το σχετικό με "ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ".....
στο αρχείο της ΕΡΤ!
---------------------------------------------------------
από http://www.youtube.com/watch?v=zwbRYgtHwBs

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=DARKdgQ8tFk
από https://www.youtube.com/watch?v=5W4BfuWKgjY
από https://www.youtube.com/watch?v=4tx15AWQWSU

Το Άνθος Του Γιαλού & Γουτού Γουπατού
Παιδικό Θέατρο - Δύο διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

*Το Άνθος Του Γιαλού & Γουτού Γουπατού* *Ακούγονται οι ηθοποιοί Πίτσα Μπουρνόζου, Χρήστος Λεττονός, Δημήτρης Χόπτηρης, Τώνης Γιακωβάκης, Λευτέρης Ελευθεριάδης, Καίτη Τριανταφύλλου* *Θεατρική διασκευή Αγγελική Βαρελά* *Σκηνοθεσία Πέτρος Λεωκράτης*
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
by Margarita Paschou 
Το "Γουτού Γουπατού" αρχίζει στο 26' 05"
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΗΧΟΥ:DATON-NIKOLAOS.
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
Παιδικό Θέατρο - Δύο διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=CM1dBj0QMZ8

Αφήγηση: Αλέξανδρος Κώστας 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Άνθος του Γιαλού μέρος 1ο
Μουσική: Βασίλης Εφραιμίδης
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο δημιουργός του νέου ελληνικού διηγήματος, λυρικός και αισθηματικός, με ζωηρό αίσθημα της υπαίθρου και της θάλασσας, μας ταξιδεύει στο ''Άνθος του Γιαλού'', ένα διαμάντι της ελληνικής πεζογραφίας.Το ''Άνθος του Γιαλού'' εκδόθηκε το 1906.
----------------------------------------------------------
 από https://www.youtube.com/watch?v=X9JBEAtuuO4

Αφήγηση: Αλέξανδρος Κώστας 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Άνθος του Γιαλού μέρος 2ο 
Μουσική: Βασίλης Εφραιμίδης 
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=oaPwKJoyHp8

Αφήγηση: Αλέξανδρος Κώστας 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Άνθος του Γιαλού μέρος 3ο 
Μουσική: Βασίλης Εφραιμίδης  
----------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------

Γουτού Γουπατού

Δύο λέξεις… βγαλμένες απ' τον μαγικό κόσμο του Παπαδιαμάντη 

---------------------------------------------------------
«ΓΟΥΤΟΥ ΓΟΥΠΑΤΟΥ» σε θεατρική διασκευή της Αγγελικής Βαρελά, σκηνοθεσία Πέτρου Λεωκράτη και μουσική Γιάννη Ζουγανέλη. Πιάνο παίζει ο Γιάννης Σπυρόπουλος.
Παίζουν Πίτσα Μπουρνόζου, Τάκης Γιακωβάκης, Χρήστος Λεττονός, Λευτέρης Ελευθεριάδης, Δημήτρης Χόπτηρης
---------------------------------------------------------
από http://www.sansimera.gr/anthology/293

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Γουτού Γουπατού» δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1899 στην εφημερίδα «Ακρόπολις».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
  Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή ο Μανόλης το «Ταπόι».
    — Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται...
    Φόβος και τρόμος εκολλούσε τα άκακα βρέφη εις το άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον  πειράζουν.
    — Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανολιό, είσαι χταπόδι.
    Κι εκείνος, με την γλώσσαν του την δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων, απήντα·
    — Ναι, είμι Ταπόι!... Ισύ είσι ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι, εσύ είσαι χταπόδι).
    Είχε φίλους τόσον ολίγους και τόσον αμέτρητους εχθρούς, εις μέρος τόσον ολιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ή διακριτικός τις τον  υπερήσπιζεν εναντίον της επιθέσεως των αγυιοπαίδων. Εις εκείνον εγίνετο σκλάβος ισόβιος, κι εξετέλει δι’ αυτόν διακονήματα προθύμως, μετά βίας δεχόμενος φίλεμα ή κέρασμα. Προς όλους τους άλλους δεν υπήρχε φιλία, ούτε σπονδή.

    Μόνον την μητέρα του είχεν εις τον  κόσμον. Εκείνη τον  επόνει, τον ηγάπα περιπαθώς, και αυτός την ελάτρευεν· αδελφήν δεν είχεν. Ο ένας αδελφός του είχε χαθή εις την Αμερικήν προ χρόνων και δεν ηκούσθη. Ο άλλος, χασομέρης, άχρηστος, ως μόνον επάγγελμα είχε το να πηγαίνη κάθε χρόνον μέσα εις την μεγάλην στερεάν, εκεί όπου υπήρχον άφθονα θέρη, και να κάμνει το έργον της σβάρνας· ήτο δε η σβάρνα βαρεία σανίς, την οποίαν έσυρον άλογα ή βόδια εις το αλώνι· και αυτός εκάθητο επάνω εις την σανίδα, έμψυχον βάρος, δια να γίνεται τέλειον το αλώνισμα· εκεί είχεν αποθάνει. Ο τρίτος εγύριζε ναυτικός εις τα ξένα. Ο Μανόλης άλλην στοργήν δεν είχεν εις τον  κόσμον από την μητέρα του. Αύτη ήτο ήδη γραία, και αυτός είχε μεγαλώσει πολύ.
    Οι ολίγοι φίλοι του, εκείνοι οίτινες συνεπάθουν προς αυτόν εν τη αγορά, τον είχον ακούσει επανειλημμένως ν’ απειλή και να λέγη με την γλώσσαν του την νηπιώδη·
    — Τάνι Γιά πετάνι γω πιιγώ μέτα Μπούτι! (Σαν πεθάνη η Γριά, θα πέσω εγώ να πνιγώ μες στο Μπούρτζι.)
    Εθεώρει τον εαυτόν του ως άχρηστον. Εξαιρουμένης της γλώσσης το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές. Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού· δεν εκινείτο ελευθέρως. Η δεξιά χειρ, αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου. Δια να δράξη έν πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτην κανενός παιδίου οχληρού, εχρειάζετο κόπον· έπρεπε να την βοηθήση η άλλη χειρ, να ψαύση δηλαδή τον  γρόνθον της δεξιάς, και να τον  διευθύνη· αφού όμως άπαξ έδραττε το αντικείμενον, η τεραστία χειρ δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήση. Αλλοίμονον τότε εις τον βραχίονα, εις την ωμοπλάτην, αλλοίμονον εις την κεφαλήν του αυθάδους. Ήτο χωλός  και  κυλλός  και  μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το ταπόι.
    Τέσσαρες ή πέντε άνθρωποι εγνώριζον καλώς την γλώσσαν του εις όλον το χωρίον. Ούτοι εκαλούντο, καθώς τους είχεν ονοματίσει ο ίδιος, ο Γωμέος, ο ΙΙαγιώτας και ο Παπαγάς. Τα καθαυτό ονόματά των ήσαν Λαμιαίος και Μιχαλιός και Παπαγιάννης. Αλλά πώς εκ  του  Μιχαλιός, εσχημάτισε το Παγιώτας; Άπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβήν ή μετέθετε τον τόνον. Η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων. Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.
    Αλλ’ έξαφνα μίαν ημέραν εξέφερε φράσιν εν η υπήρχεν η λέξις αύτη, πλην δεν έβγαινε νόημα ούτε ως γατί, ούτε ως γιατί, ούτε ως χαρτί. Η φράσις ήτο:
     «Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί»· (Πότε ναρθή του Χριστού, τ’ ΄Αι-Βασιλειού, να φάμε...). Καταρχάς οι τρεις γνώσται της γλώσσης ενόμισαν, ότι απεκάλει μυκτηριστικώς γατιά τα κρέατα τα οποία επωλούσαν οι κρεοπώλαι του χωρίου. Οι τρεις προειρημένοι, και μάλιστα ο Παγιώτας, ήσαν δυνατοί εις την γλώσσαν του, και την ωμίλουν οι ίδιοι. Αλλ’ όταν προσέτρεξαν εις τα ανώτερα φώτα του κυρ Γιωργή του Δαυκιώτη, διευθυντού του μεγάλου καφενείου, όστις ήτο  και ο επίσημος προστάτης του Ταπόη, και οιονεί επίτιμος καθηγητής της ιδιαιτέρας γλώσσης, χωρίς να την ομιλή ο ίδιος, ούτος απεφάνθη ότι τοιαύτη πικρά ειρωνεία δεν θα ήρμοζεν εις τα αισθήματα του πτωχού του Μανόλη, αλλ’ ότι ίσως ωνόμαζεν απλώς «γατί» και το κατσίκι και το αρνί. Ως τόσον το πράγμα έμεινεν αμφίβολον άχρι της ώρας ταύτης.
     Επερίμενε πράγματι ανυπομόνως πότε νάρθη του Χριστού, τ’ ΄Αι-Βασιλειού, και άμα έμβαινε το Σαρανταήμερον, όπισθεν της θύρας του καφενείου του κυρ- Γιωργή, εσημείωνεν ιδιοχείρως, με έν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιώτες, όσας ημέρας έχει η Σαρακοστή και κάθε πρωί, πριν του δώση ο Γιωργής τσιγάρον να καπνίση, ή καφέν να πίη, έσπευδε να σβύση μίαν ιώτα, και τας έβλεπε με χαράν να ολιγοστεύουν. Πλην οι μοσχομάγκες της αγοράς, λαθραίως, επήγαιναν κι έγραφαν άλλες τόσες γιώτες, όσες είχε σβήσει εκείνος, κι έτσι η Σαρακοστή εφαίνετο ότι δεν θα είχε ποτέ τελειωμόν.
    Ο Άι- Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν’ ασπρίση τα ιδικά του˙ δεν έμενον πλέον, ειμή δώδεκα ημέραι έως τα Χριστούγεννα.
    — Έχουμε χαβά ακόμα, βρε χταπόδι! του εφώναζεν ο Νικολός ο Μπαχουλάς· εικοσιδυό μέρες ακόμα θέλουμε.
    — Ναι, ταπόι! εψέλλιζεν ο Μανόλης· το κότι, κότα τύ. (Να μαζώξης τη γλώσσα σου συ).
    — Σε γελούν, βρε Μανιέ, δώδεκα μέρες ακόμα, τον επαρηγόρει ο Γιωργής.
    Και ήρχετο η καρδιά του Μανόλη στον τόπον της. Είχεν αναλάβει μίαν υποχρέωσιν δια τας εορτάς. Επρόκειτο να συνοδεύη μερικά εκ των παιδιών της κάτω γειτονιάς, όσα ήσαν τέκνα ή ανεψίδια φίλων  και προστατών του, όταν θ’ ανήρχοντο προς τα επάνω, αφ’ εσπέρας της παραμονής των Χριστουγέννων, ως και του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, ανά δύο και τρία, δια να τραγουδήσουν τα χαρμόσυνα τραγούδια εις τα σπίτια και  εις τα μαγαζιά της επάνω ενορίας. Διότι δεν θα ετόλμων ποτέ να ανέλθουν μοναχά των εκεί επάνω.
    Όλα τα παιδία του χωρίου ήσαν διηρημένα εις δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αι εχθροπραξίαι ήρχιζον από το φθινόπωρον, διήρκουν καθ’ όλον τον  χειμώνα, εξηκολούθουν την άνοιξιν, και δεν έπαυον το θέρος ,ειμή εφ’ όσον μετεφέροντο εις τον ελεύθερον κάμπον, όπου εκοκκίνιζον άωρα και ημωδίαζον τους οδόντας προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια, και ύστερον τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ιδίως την Κυριακήν των Βαΐων, αλλ’ όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός ποτέ δεν εκόπαζε μεταξύ των δύο φουσάτων.
    Εις την επάνω ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο βράχος, εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος. Ήτο αυτός ο ανεγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωρίου. Τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαψά κα πλατέα, ως δύο κατάρτια. Εφόρει παρδαλήν φανέλαν, ήτις ήτο άμα το υποκάμισον και το επανωφόρι του, και κοντόν πανταλόνι, χειμώνα και θέρος. Άδειαν δεν είχε, παιδί ή νέος ή γέρος να περάση απ’ εκεί σιμά εις τον βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγη εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας. Αν δεν του έδιδε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά, η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήσει τα ψωμιά. Έβαλλε φωτιά εις τα κλαδιά και τα έκαιεν, εις το προαύλιον του φούρνου·  εφώναζε τ’ άλλα τα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ’ επάνω από την λαμπήν της φωτιάς, ως να ήτο ήδη τ’ Άι-Γιαννιού στο Λιοτρόπι. Από την μίαν γειτόνισσαν απήτει να του φέρη τυρόπιταν που να πλέη στο βούτυρο, δια να φάγη, από την άλλην λαδόπιταν με λάδι πολύ, ή καμμίαν γριά (μεγάλην τηγανίταν, ίσην με το τηγάνι), από την άλλην τυλιχτό (είδος κολοκυθόπιττας) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι.
    Είχεν ακούσει τους παλαιούς μύθους δια τα θεριά, τα οποία εφώλευαν σιμά εις την βρύσιν, από την οποίαν υδρεύετο το χωρίον. Εάν επέζη ώστε να γίνη είκοσιν ετών, εμελέτα να επιβάλη εις τους κατοίκους, ως ετήσιον φόρον, ένα κορίτσι τουλάχιστον. Και ο Σουλτάνος, καθώς ήκουσε να λέγουν, μίαν φοράν παντρεύεται τον χρόνον. Δυστυχώς υπήρξε πολύ βραχύβιος, δεν επρόφθασε να φθάση εις ηλικίαν. Και υπήρξεν ο τελευταίος της γενεάς του. Παιδίον όταν ήτο, εις τον ανεμόμυλον όπου είχεν ανατραφή, είχον αποθάνει τα δύο αδελφάκια του. Κατόπιν απέθανεν η γριά, η μάννα του, ύστερον ο γέρος. Του εφάνη ότι είχε πέσει απ’ επάνω τους ο ανεμόμυλος και τους επλάκωσε, και πράγματι έπεσεν, αφού ο γέρος δεν εζούσε πλέον δια να τον αλέθη. Από τον μύλον έως τα Μνημούρια, το κοιμητήριον του χωρίου, ήτο πολύ σιμά.
    Οι γονείς του ήσαν καλοί χριστιανοί, εσκέφθη, και δεν επέβαλαν εις τους ανθρώπους μεγάλην αγγαρείαν, να τους κουβαλούν μακράν δια να τους θάψουν. Πλην και αυτός, αρκετά ετάισε τους πεθαμένους, είπε, και ήτον καιρός πλέον ν’ αρχίσει να βυζαίνη τους ζωντανούς. Και αφού ο πεσμένος ανεμόμυλος δεν ήτο πλέον καλός δια να κατοική τις μέσα, εκουβαλήθη και αυτός εις το άλλο άκρον της υψηλής συνοικίας, επάνω από τους βράχους. Εκεί έστησε τον θρόνον του.
    Ήτο ανεγνωρισμένος ηγεμών όλων των μαγκών  και  φοβερός πολέμιος όλων των παιδίων του σχολείου. Όλα τα παιδιά «τού έκαναν το σκήμα». Ήτο ο Μήτρος — ο Μήτρος ο Τσηλότατος — η «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν και διατί ωνομάσθη ούτω; Άδηλον. Ίσως να ήτο παιδική αντίληψις του «υψηλότατος» ή του «εξοχώτατος». Αγνοώ.
    Ο δήμαρχος του τόπου, «εκπληρών και τα αστυνομικά», συνέβη να περάση μίαν ημέραν απ’ εκεί, σιμά εις τον βράχον, όχι μακράν από την βρύσιν, ένθα είχε το στραταρχείον του ο Τσηλότατος. Αι πτωχαί γυναίκες της γειτονιάς είχον παραπονεθή πικρώς εναντίον της μάστιγος. Ο δήμαρχος έσεισε τους ώμους, εμειδίασεν, απηύθυνεν ηπίας επιπλήξεις εις τον Μήτρον και εις όλην την δωδεκαμελή συμμορίαν των μαγκών — ο Τσηλότατος είχεν ακριβώς μίαν δωδεκάδα, όσους συμβούλους είχε και ο δήμαρχος και απεφάνθη·
    — Αφήστε τα παιδιά να παίζουν, καλέ, αυτό δεν βλάπτει. Φτάνει να μην το παρακάνουν.
    Πέντε ή εξ παιδιά του σχολείου, απ’ εκείνα τα οποία εκυνήγει ασπόνδως ο Τσηλότατος, είχον αναβεί εν συνοδεία του Μανωλιού του Ταπόη εις την επάνω γειτονιάν, την εσπέραν της παραμονής του Αγίου Βασιλείου κατ’ εκείνο το έτος.
    Ο Μανολιός ο Ταπόης, «το ’λεγε η καρδιά του, μια φορά». (τοιούτον σχήμα συντάξεως, με την άδειαν όλων των γραμματικών, μας φαίνεται παραστατικόν δια τον άνθρωπον). Ο Μανολιός ο Ταπόης, αλλού επήγαιναν τα πόδια του, αλλού αι χείρες και αλλού το σώμα του. Πλην οι μυώνες του ήσαν ισχυροί, και ο γρόνθος της παραλύτου χειρός εκείνης έσφιγγεν ως μάγγανος. Ανέβαινον και είχον και τον φόβον. Δεν ήτον η πρώτη φορά. Κατά τα προηγούμενα έτη, ο Μήτρος ο Τσηλότατος με το φουσάτον του, αν και μικρός ακόμα, τον είχε καταρημάξει τον πτωχόν τον  Ταπόη, μαζί με τους προστατευομένους του. Την φοράν αυτήν, δύο ή τρεις εκ της συμμορίας του Μήτρου, οπού εφύλαγαν καραούλι, είχον κατοπτεύσει εις το φως της σελήνης μακρόθεν τους ερχομένους. Ήτο ως δύο ώρας μετά την δύσιν.
    — Ο Μανόλης το χταπόδι, έρχεται, μας φέρνει κελεπούρια, έδωκαν είδησιν εις τον Μήτρον τον Τσηλότατον.
    — Είναι πολλοί; ηρώτησεν άλλος μάγκας, όστις ίστατο πλησίον του Μήτρου.
    — Είναι πέντ’ έξι εφτά οχτώ· είναι καμιά δεκαριά... ως μια ντουζίνα, είπε το καραούλι.
    — Σιώπα σύ! επετίμησεν ο Μήτρος τον ερωτήσαντα˙ δεν είναι δουλειά σου. Πούν’ τοι;
    — Κοντεύουν, ζυγώσανε.
    — Στα πόστα σας, εσείς! Μαζώξετε πολλά βράχια, διέταξεν ο Τσηλότατος. Αν δεν σας πω εγώ, κανένας μη ρίξη!
    Όταν επλησίασεν η συνοδεία, το φουσάτον ήτον ανυπόμονον να χυθή εναντίον της. Αλλ’ ο Μήτρος διέταξε να μείνουν κρυμμένοι, «στα πόστα τους».
    — Θα τους πάρουμε κατακοντά, εξηγήθη ο Μήτρος εις τον πλησιέστερόν του. Να ψωμώσουν πρώτα, κι ύστερα.
    — Α! έκαμεν εκείνος.
    Να ψωμώσουν, εννοούσεν ο Μήτρος να πάρουν λεπτά, αφού τραγουδήσουν εδώ εκεί στα σπίτια. Ύστερον θα τους ερίχνοντο, θα τους έπαιρναν τα λεπτά, και θα τους έδιδαν και ξύλο. Τα «βράχια», τα οποία είχον μαζέψει, θα εχρησίμευον μόνον αν τυχόν ετρέποντο εις ταχείαν φυγήν οι άλλοι.
    Τα παιδία της κάτω ενορίας, μοιρασθέντα εις δύο, εισήλθον εις δύο μαγαζιά και ήρχισαν να τραγουδούν τον Αι-Βασίλη. Ο Μανώλης το Χταπόδι ίστατο εις τον παραστάτην της θύρας του ενός. Κατόπιν εισήλθον εις άλλα μαγαζιά, ακολούθως ανέβησαν εις γνώριμα σπίτια. Ο Μανώλης πάντοτε φρουρός της έξω θύρας.
    Η συμμορία του Τσηλότατου πάντοτε αφανής τους παρηκολούθει εξόπισθεν, κρυμμένη εις τα στενά και εις τ’ αγκωνάρια των σπιτιών.
    Μετά ώραν η συνοδεία του Μανώλη κατέβη πάλιν εις την κυρίαν οδόν. Ηκούετο ο βρόντος της τσέπης των παιδίων. Ο Ταπόης εκοίταζεν εδώ κι εκεί. Είχεν ακούσει ψιθυρισμούς δύο ή τρεις φοράς. Δεν εγνώριζε καλά τα κατατόπια. Υπωπτεύετο και ήθελε να ψάξη, να βεβαιωθή. Δεν ήθελε ν’ αφήση τα παιδιά μοναχά τους.
    — Ο Τσηλότατος τί να γίνεται; είπε την στιγμήν αυτήν έν των παιδίων.
    — Πώς δε μας θυμήθηκε;
    — Να ο Τσηλότατος! ηκούσθη αίφνης φοβερά φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!
    Ήτο ο ίδιος ο Τσηλότατος, όστις εξεπήδησεν αίφνης από ένα χάλασμα και κατόπιν του έτρεξεν όλη η συμμορία.
    — Τσηλότατος Γιατρός! επανέλαβον εν χορώ οι συμμορίται του˙ κάμετε όλοι το σκήμα! Τσηλότατος Γιατρός!
    — Πιάστε σεις τα κελεπούρια, εφώναξεν ο Τσηλότατος. Το χταπόδι το κοπανίζω ’γώ!
    Εν ριπή οφθαλμού ευρέθησαν αντιμέτωποι ο Τσηλότατος  και  ο Ταπόης.
    Η μάχη ήρχισε. Πάραυτα ο πτωχός ο Ταπόης έφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεις, τέσσαρες από την χείρα του φοβερού Τσηλότατου.
    Δεν εφαίνετο η ελαχίστη πιθανότης, δεν υπήρχεν ελαχίστη ελπίς ότι δεν ήθελε την πάθει.
    Το έν των παιδίων, το οποίον ήτο σχετικώτερον του Ταπόη, εξεγλίστρησεν από τα χέρια του ενός μάγκα και επλησίασε σιγά εις τον Ταπόην.
    Το παιδίον τούτο εννοούσε καλώς την γλώσσαν του Μανόλη. Ο προβλεπτικός Ταπόης του είχεν ειπεί δια γλώσσης και δια χειρονομίας.
    — Άα γης Τόπατο μάμι μίμι, έα ντα, χέι το αό χέι· (Τουτέστιν· άμα ιδής τον Τσηλότατο να κοντεύη να με κάμει ψοφίμι, έλα κοντά να μου βάλης το χέρι αυτό (το αριστερό) εις τον  καρπόν του άλλου χεριού (του δεξιού).
    Κατά την κρίσιμον στιγμήν το παιδίον αυτό ενθυμήθη την σύστασιν, επλησίασεν εις τον  Ταπόην κι εδοκίμασε να εκτελέση την συνταγήν. Επέτυχε.
    — Τί του έκαμες, βρε; μάγκα; ηρώτησαν οι άλλοι.
    Μετά μίαν στιγμήν ο λαιμός του Τσηλότατου ευρίσκετο ως εν φοβερά αρπάγη εντός του σφιγκτού γρόνθου με τους γαμψούς όνυχας, της πελωρίας χειρός του Ταπόη. Ο Τσηλότατος άφήκε πνιγμένην κραυγήν. Ήσπαιρεν, ηγωνία, εσφάδαζεν. Ολίγον ακόμη αν έσφιγγεν ο Ταπόης, δεν θα υπήρχε πλέον Τσηλότατος.
    — Πόκυλον! έκραξε μόνον ο Ταπόης (χασαπόσκυλο!). Τα παιδιά της συμμορίας, εκρέμασαν τα χέρια κάτω και άφησαν τα «κελεπούρια». Δεν επρόφθασαν να ψάξουν τα θυλάκια. Η συνοδεία από την Κάτω Ενορίαν ανεθάρρησε.
    — Μπράβο, Μανόλη! Μπράβο!
    Ολίγον ακόμη, και οι αμυντικοί θα ελάμβανον επιθετικήν στάσιν. Ο Τσηλότατος επνίγετο, ερρόγχαζεν, εξεψυχούσε. Τα μάτια του είχαν πεταχτή έξω από τας κόγχας. Η ανταύγεια από τους λύχνους των μαγαζιών τα εδείκνυε τρομερά εις την νύκτα. Η σελήνη έλαμπεν εκεί επάνω υψηλά. Σιωπή και τρόμος και αγωνία.
    Έν των παιδίων από την συμμορίαν έτρεφεν αληθή στοργήν προς τον  Τσηλότατον. Τον ήγάπα ως αδελφοποιτόν. Το παιδίον τούτο είχεν ακούσει να λέγουν ότι ο Ταπόης, όταν συνέβη ποτέ ν’ ακούση ότι η μήτηρ του αρρώστησεν έξαφνα, έτρεξεν έξαλλος εκ τρόμου και απελπισίας. Αίφνης του ήλθεν η ενθύμησις αυτή. Το παιδίον αυθορμήτως εφώναξε·
    — Πεθαίν’ η μάννα σου, Μανόλη! Μανόλη, τρέχα, πεθαίν’ η μάννα σου.
    Δια να σωθή τις από τους οδόντας της Σκύλλης, τον παλαιόν καιρόν, έπρεπε να
επικαλεσθή την μητέρα του τέρατος.
    «Αυδάν δέ Κραταιή, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν».
    Εις τους καθ’ ημάς χρόνους, όσοι επικαλούνται τον Άγιον Φανούριον, οφείλουν να λέγουν: «Θεός σχωρέσ’ την μητέρα του Αγίου Φανουρίου! Θεός σχωρέσ' την!» Η σύμπτωσις μαρτυρεί απλώς πόσον κοινή είναι η προς την μητέρα φιλοστοργία, και εις τους Αγίους και εις τα τέρατα.
    Ο Ταπόης ετρόμαξε, κατεπλάγη, ωχρίασεν. Επίστευσε προς στιγμήν το ψευδές άγγελμα˙ ηττήθη από το τέχνασμα το παιδαριώδες. Αφήκε τον λαιμόν τον οποίον αγρίως έσφιγγεν. Ο Τσηλότατος εγλύτωσεν ευθηνά, την βραδυάν εκείνην.
    Τα παιδιά της συμμορίας είχον αρχίσει να διασκορπίζωνται. Οι δύο γείτονες καταστηματάρχαι επήραν είδησιν εν τω μεταξύ. Εξήλθον με φωνάς και μ’ επιπλήξεις·
    — Τ’ είν’ εδώ; Τί γίνετ’ εδώ;
    Ο Τσηλότατος, ζαλισμένος, έπεσεν εις μίαν γωνίαν, δια να αναλάβη πνοήν. Και τα λοιπά παιδία, εκτός εκείνου του αφοσιωμένου, όστις είχεν επινοήσει και εκτελέσει το τέχνασμα, ετράπησαν εις φυγήν.
    Ο Μανόλης μετά της συνοδείας του κατήλθον προς την ενορίαν των. Όλα τα παιδιά ήσαν υπερήφανα και καμαρωμένα. Αυτήν την χρονιάν, εξήλθον νικηταί από τον αγώνα. Ο Μανόλης ήτον εντροπιασμένος, διότι επίστευσε το ψευδολόγον παιδίον.
    — Δεν πειράζει· τον  επαρηγόρησεν ο Βαγγέλης, εκείνος όστις εγνώριζε την γλώσσαν του και όστις είχεν εκτελέσει το πείραμα της εμβολής και της κατευθύνσεως της χειρός.
    — Καλλίτερα που σε γέλασε, παρά να σου τόλεγε αλήθεια και να λες πάλι, καθώς την άλλη φορά, — θυμάσαι;— πού κινδύνεψε ν’ αποθάνει η μάννα σου: «Πα μένη! πα νταμένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)
---------------------------------------------------------
από http://www.elniplex.com/γούτου-γουπατού-του-αλέξανδρου-παπαδ/

Τίτλος: Γουτού Γουπατού
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος
Εκδόσεις Άγκυρα (2002)
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος (1999)
goutouΠρόκειται για το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Γουτού Γουπατού» το οποίο μπορείτε να βρείτε σε δύο διαφορετικές εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση αφορά στο πρωτότυπο κείμενο, με μεταφορά σε απλούστερη γλώσσα από την Καίτη Χιωτέλη, των εκδόσεων Άγκυρα (2002) όπου το συγκεκριμένο διήγημα συμπεριλαμβάνεται σε μια συλλογή διηγημάτων για παιδιά και νέους.
Η δεύτερη έκδοση του διηγήματος, σε απόδοση του Κώστα Πούλου και εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου, είναι μια έκδοση του οίκου Παπαδόπουλος το οποίο εκδόθηκε το 1999 κι ανατυπώθηκε το 2001.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη με ήρωα τον νοητικά καθυστερημένο Μανόλη, είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα, παρόλο που έχουν περάσει εκατόν δεκατέσσερα χρόνια από τη συγγραφή του (1899). Ο «Γουτού Γοπατού» είναι ένα διήγημα της τρίτης περιόδου της συγγραφικής δράσης του Παπαδιαμάντη, η οποία αρχίζει γύρω στα 1897 και έχει χαρακτηριστεί περίοδος λυρισμού και πάθους, με ήρωες μετανάστες, ορφανά και γενικά αναξιοπαθούντες ομάδες του πληθυσμού.
Είναι πραγματικά εκπληκτική η ανθεκτικότητα του παπαδιαμαντικού κειμένου, η επίκαιρη πνοή του καθώς και τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας. Η κλινική εικόνα του ήρωα , η προσέγγιση της αναπηρίας ως π ρ ο σ ω π ι κ ή τραγωδία , η κ ο ι ν ω ν ι κ ή διάσταση της αναπηρίας , αλλά και η φ ι λ ά ν θ ρ ω π η αντιμετώπισή της διαπλέκονται και εμφανίζονται στα διάφορα σημεία του κειμένου , εκπλήσσοντας ευχάριστα και προβληματίζοντας τον σύγχρονο αναγνώστη. Η αποτύπωση του Μανόλη από τον πολυβραβευμένο εικονογράφο Νικόλα Ανδρικόπουλο παραπέμπει σε φιγούρα του θεάτρου σκιών. Το πρόσωπό του εμφανίζει μια γλυκύτητα και παράλληλα μια θλίψη, δοσμένη με απίστευτη ανθρωπιά και δύναμη ψυχής.
Το διήγημα έχει ως ήρωα έναν νέο άντρα τον Μανόλη, ο οποίος ανήκει στους μεγάλους απεριόριστους περιθωριακούς της παπαδιαμαντικής κοινότητας, είναι νοητικά καθυστερημένος και παρουσιάζει κινητική αναπηρία στη δεξιά πλευρά του σώματός του (ημιπληγία). Ο Μανόλης ζει στο Ναύπλιο μόνος με τη μητέρα του με την οποία είναι παθολογικά συνδεδεμένος, καθώς τα δύο από τα τρία αδέρφια του δε βρίσκονται στη ζωή κι ο τρίτος είναι ξενιτεμένος ναυτικός. Τον πετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον κορόιδευαν τα κορίτσια της γειτονιάς, τον φοβόντουσαν τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν συνήθως ο «Ταπόης» ή «ο Μανόλης, το Ταπόι»
Με αυτό τον τρόπο επιλέγει να ξεκινήσει το διήγημά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης περιγράφοντας με λίγες λέξεις τη θέση του ήρωα στην τοπική κοινωνία στην οποία ζει.
Φίλους έχει ελάχιστους, οι περισσότεροι τον περιγελούν λόγω κυρίως της δυσκολίας του στην επικοινωνία. Η νοητική αναπηρία γίνεται εμφανής κυρίως μέσω των περιγραφών της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ήρωας η οποία περιγράφεται ως γλώσσα νηπιακή για να δηλωθεί με εύστοχο αλλά αξιοπρεπή τρόπο η καθυστέρηση, ενώ επίθετα ή χαρακτηρισμοί που υιοθετήθηκαν στην εποχή του συγγραφέα , για να χαρακτηρίσουν τη νοητική καθυστέρηση, αποφεύγονται. Ο συγγραφέας διαμορφώνει την εικόνα της καθυστέρησης του ήρωά του κυρίως μέσω της περιγραφής της γλωσσικής του ανάπτυξης.
…Σπάνια πρόσθετε μια συλλαβή ή μετατόπιζε τον τόνο . Η φθογγολογία του ήταν περίεργη, και σ’ αυτήν τα περισσότερα ήταν τα λαρυγγόφωνα , κι από τα άφωνα , τα σκληρά και τα ψιλά . Γατί έλεγε το γατί , γατί το γιατί , γατί το χαρτί .
Ο Παπαδιαμάντης  φέρεται να έχει πολύ προσεχτικά παρατηρήσει τη γλωσσική διαφοροποίηση των ατόμων με νοητική αναπηρία και περιγράφει με σαφήνεια τόσο τις δυσκολίες στην εκφορά και στην άρθρωση, όσο και το περιορισμένο λεξιλόγιο και την αδιαφοροποίητη χρήση της ίδιας λέξης σε διαφορετικές περιστάσεις, με διαφορετικές σημασίες. Παρόλα αυτά ο ήρωας, όπως φαίνεται στα κρίσιμα σημεία της πλοκής της διήγησης κατορθώνει να επικοινωνεί . Ο συγγραφέας άλλωστε τονίζει ότι υπήραχαν άνθρωποι που τον καταλάβαιναν ενισχύοντας τη θέση του Μ. Μ. Bakhtin  ότι η γλώσσα αφορά την επικοινωνία, η οποία αποτελεί μια διαδικασία σχέσεων, όπου οι άνθρωποι λειτουργούν ως ομιλητές και ως ακροατές και στο ότι οι δύο θέσεις είναι δυναμικές και δραστήριες. Από τη στιγμή λοιπόν που ο ήρωας έχει λόγο έστω κι αν αυτός εμφανίζει σημαντική καθυστέρηση, η δυσκολία στην επικοινωνία οφείλεται και στην αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου να προσπαθήσει να τον κατανοήσει.
Θεωρούσε τον εαυτό του άχρηστο . Εκτός από τη γλώσσα , ο μισός άνθρωπος ήταν γερός . Το δεξί του πόδι σερνόταν πίσω από το αριστερό , δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα . Το δεξί του χέρι , αν και χοντρό και δυσανάλογο , αν και φαινόταν σχεδόν παράλυτο , είχε τεράστια δύναμη… Ήταν κουτσός, ήταν κουλός και μουγγός . Ήταν ο Μανολιός το Ταπόι.
Σε αυτό το σημείο της διήγησης γίνεται αναφορά στην κ λ ι ν ι κ ή εικόνα του ανάπηρου ήρωα . Η αναπηρία του προσεγγίζεται αρχικά ως απώλεια σωματική κι αισθητηριακή. Η κινητική δε αναπηρία δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την κατάσταση , καθώς θα του στεκόταν εμπόδιο και για πολλές απλές λειτουργικές δραστηριότητες , αλλά θα του αφαιρούσε και τη δυνατότητα να ασχοληθεί με κάποια χειρονακτική εργασία , με αποτέλεσμα να αισθάνεται άχρηστος.
Κύρια ασχολία δε  φαίνεται να έχει παρά μόνο τα μικρά θελήματα που κάνει στους ανθρώπους που τον συμπαθούν Κάπου-κάπου ένας φιλάνθρωπος ή διακριτικός άνθρωπος τον υπερασπιζόταν ενάντια στην επίθεση των αλητόπαιδων  Σε αυτόν γινόταν σκλάβος για όλη του τη ζωή , και πρόθυμα έκανε γι αυτό θελήματα , ενώ με το ζόρι δεχόταν να τον φιλέψουν ή να τον κεράσουν.
Η πλοκή της ιστορίας θα φέρει τον Μανολιό αντιμέτωπο με ένα συνομήλικό του ορφανό, αρχηγό μιας συμμορίας, τον Μήτρο ,τον Τσηλότατο Γιατρό και η επιλογή του ως αντίπαλου ήρωα, προσδίδει αυτομάτως κοινωνική διάσταση στο θέμα της αναπηρίας καθώς Δίνεται έτσι έμφαση στον κοινωνικό αποκλεισμό που δέχονται κι άλλες ευάλωτες ομάδες πληθυσμού εκτός από τους ανάπηρους , εξαιτίας της μη πλήρους ένταξης στο πολυσύνθετο πεδίο του κοινωνικού συστήματος .
Η αναμέτρηση θα γίνει την παραμονή Πρωτοχρονιάς , όταν μια ομάδα παιδιών με φύλακα τον Μανολιό πηγαίνει να πει τα κάλαντα  Στην επιστροφή γίνεται συμπλοκή με την συμμορία του Τσηλότατου κι ο Μανόλης δέχεται αρκετό ξύλο από τον Μήτρο. Σε κάποια στιγμή όμως έπειτα από προτροπή του Μανολιού , ένα αγόρι που καταλαβαίνει τη γλώσσα του, τον βοηθάει να πιάσει με το ανάπηρο χέρι του το λαιμό του φοβερού αντιπάλου.   Η κατάληξη θα ήταν μοιραία για τον αρχηγό, αν κάποιο από τα παιδιά της συμμορίας, που τον αγαπούσε σαν αδελφό, δεν σκεφτόταν να φωνάξει ότι πεθαίνει η μάνα του Μανόλη. Ο Μανόλης πιστεύοντας το παιδιάστικο ψέμα  αφήνει ελεύθερο τον αντίπαλο του και η συμμορία εξαφανίζεται Το αυθεντικό κείμενο του Παπαδιαμάντη τελειώνει παρουσιάζοντας όλα τα παιδιά χαρούμενα άλλα τον Μανόλη βαθιά ντροπιασμένο για την αφέλειά του. Το παιδί που τον βοήθησε να νικήσει τον Τσηλότατο σπεύδει να τον παρηγορήσει λέγοντας του:
-Καλύτερα που σε γέλασε παρά να σου το ‘λεγε στ’ αλήθεια και να λες πάλι, όπως την άλλη φορά, – θυμάσαι; -που κινδύνεψε να πεθάνει η μάνα σου: «Πα μένη! πά-ντα, μένη!» (Πάει , καημένη! πάντα πάε, κατακαημένη!)
Και με αυτό το σχόλιο για μια μάνα που προφανώς μεγαλώνοντας ένα παιδί με αναπηρία αργοπεθαίνει καθημερινά , βιώνει ένα σωρό απογοητεύσεις και δυσκολίες κι αγωνιά για το μέλλον του καθώς πρόκειται για μια π ρ ο σ ω π ι κ ή , οικογενειακή τ ρ α γ ω δ ί α, ολοκληρώνει το διήγημά του ο Παπαδιαμάντης.
Αντιθέτως το διασκευασμένο κείμενο  των εκδόσεων Παπαδόπουλος ολοκληρώνεται με την εξής φράση: «…καλός και ο Γιατρός αλλά κι ετούτος ο Μανολιός εφέτος ήτανε αλλιώς!» Φράση η οποία ωθεί τον αναγνώστη να σκεφτεί αν πράγματι ο Μανολιός ήταν διαφορετικός ή αν απλώς οι συνθήκες έδωσαν την ευκαιρία να τεθεί το θέμα της αναπηρίας στα μάτια του κοινωνικού συνόλου, σε δεύτερη μοίρα.
----------------------------------------------------------------------
από http://www.biblionet.gr/book/172712/Παπαδιαμάντης,_Αλέξανδρος,_1851-1911/Γουτού_Γουπατού

Γουτού Γουπατού



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
διασκευή:
Κώστας Πούλος
εικονογράφηση:
Νικόλας Ανδρικόπουλος

Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2011
29 σελ.
ISBN 978-960-484-202-5, [Κυκλοφορεί]
Τιμή € 7,00

---------------------------------------------------------------------- 
Ο Μανωλιός είναι ένα παιδί διαφορετικό από τα άλλα: μιλάει με δυσκολία, σέρνει το βήμα του και μπορεί να πιάσει μόνο με το ένα χέρι. Έχει όμως χρυσή καρδιά, και όταν σώζει τα παιδιά από τους μάγκες της επάνω γειτονιάς, γίνεται ο ήρωας όλων. Ένα διήγημα με νόημα που παραμένει επίκαιρο
----------------------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=CN5yTAqgF7g

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Χριστουγεννιάτικα διηγήματα Γουτού Γουπατού Μέρος Α
Αφήγηση: Αντώνης Μουλάς

----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=2fmaflu0WIk

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Χριστουγεννιάτικα διηγήματα Γουτού Γουπατού Μέρος Β
Αφήγηση: Αντώνης Μουλάς

----------------------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=g2Bxzn9lRiE

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Χριστουγεννιάτικα διηγήματα Γουτού Γουπατού Μέρος Γ
Αφήγηση: Αντώνης Μουλάς

----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=D_3TyKWcHB0

Παπαδιαμάντης Άνθος του γυαλού 1 
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
Δείτε στην οθόνη σε πλήρη συγχρονισμό με την αφήγηση το πρωτότυπο κείμενο όπως το συνέγραψε ο μεγάλος μας Συγγραφέας. Πατήστε το ειδικό σημείο με την ένδειξη "CC" που είναι κάτω δεξιά στην οθόνη προβολής. Από το ίδιο σημείο προσαρμόζετε και το μέγεθος των γραμμάτων για άνετη και ξεκούραστη παρακολούθηση...Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί...Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα, για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή του και έγιναν διαχρονικά για την ελληνική λογοτεχνία. Το ταλέντο του ξεδίπλωσε μορφοπλαστικές μορφές μεγάλης δύναμης... 
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=bLbyP7lEN2c
 
Παπαδιαμάντης Άνθος του γυαλού 2
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
Σε απόλυτο συγχρονισμό με την αφήγηση δείτε τώρα το πρωτότυπο κείμενο να εμφανίζεται στην οθόνη σας, όπως το συνέγραψε ο μεγάλος μας Συγγραφέας. Πατήστε το ειδικό σημείο με την ένδειξη "CC" που είναι κάτω δεξιά στην οθόνη προβολής. Από το ίδιο σημείο προσαρμόζετε και το μέγεθος των γραμμάτων για άνετη και ξεκούραστη παρακολούθηση...Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης  Ενας μποέμ κοσμοκαλόγερος από την Εφημερίδα ΤΟ  ΒΗΜΑ:
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά. Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=tYohByr7x2g

Παπαδιαμάντης Άνθος του γυαλού 3
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
Τι σχέση μπορεί να έχει ο Μάνος Λοίζος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και η Μαρίζα Κωχ με τον Παπαδιαμάντη? δείτε εδώ 01:28 Τι σχέση έχουν ο Νίκος Ξυλούρης, ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Κώστας Φέρρης με τον κυρ-Αλέξανδρο? δείτε εδώ 05:35 ... Ενεργοποιήστε εύκολα τη δυνατότητα να βλέπετε στην οθόνη σε πλήρη συγχρονισμό με την αφήγηση το πρωτότυπο κείμενο όπως το συνέγραψε ο μεγάλος μας Συγγραφέας. Πατήστε το ειδικό σημείο με την ένδειξη "CC" που είναι κάτω δεξιά στην οθόνη προβολής. Από το ίδιο σημείο προσαρμόζετε και το μέγεθος των γραμμάτων για άνετη και ξεκούραστη παρακολούθηση... Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μια γραφική φιγούρα της Αθήνας «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα ποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε.Ετσι τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα. Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=X8m1h21qHpk

Γουτού Γουπατού επεισόδιο 1
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=MKoKmp4JWfc

Γουτού Γουπατού Επεισόδιο 2
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=dMeZQ1mSU4Y

Γουτού Γουπατού Επεισόδιο 3
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------