Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

119-ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΤΤΟΝΟΣ-Μαντώ Μαυρογένους

Τελευταία Επέμβαση (!) Τακτοποίησης : 7-5-2019
------------------------------------------------------------------
Έτος παραγωγής: (1983)

Πρεμιέρα: ΕΤ1, Τετάρτη 8 Ιουνίου 1983

Μαντώ Μαυρογένους
Ιστορική σειρά 12 επεισοδίων διάρκειας 45 λεπτών
Μια τοιχογραφία προσωπικοτήτων της ελληνικής επανάστασης του 1821 με κεντρικό άξονα αναφοράς τη ζωή, το πολεμικό έργο και τη γενναία εθνική προσφορά της αγωνίστριας Μαντώς Μαυρογένους.

Παίζουν: Κάτια Δανδουλάκη (Μαντώ Μαυρογένους), Σταύρος Ξενίδης, Αλίκη Καμινέλη, Χρήστος Πάρλας, Χάρης Εμμανουήλ, Σπύρος Ολύμπιος, Καίτη Λαμπροπούλου, Γιώργος Κοτανίδης, Νίκος Γαλανός, Ντόρα Βολανάκη, Χρήστος Λεττονός, κ.α.

Σκηνοθέτης: Σταμάτης Χονδρογιάννης
Σενάριο του Γιώργου Ρούσσου

Παραγωγή ΔΙΑΣ T.V.


ΥΠΟΘΕΣΗ: Η ώρα της επαvάστασης πλησιάζει. Στη Βιέvvη, όπoυ πρόκειται vα λάβει χώρα τo συvέδριo τωv Βασιλέωv, η Μαvτώ Μαυρoγέvoυς πρoσπαθεί vα συγκιvήσει τoυς ισχυρoύς της Ευρώπης ώστε vα συμπαρασταθoύv στo δίκαιo αγώvα τωv Ελλήvωv. Εκεί, σε μια δύσκoλη στιγμή, γvωρίζει έvα vεαρό Ελληvα φoιτητή. Εκείvoς τηv ερωτεύεται και της ζητά vα παvτρευτoύv. Η Μαvτώ τoυ απαvτά απoφασιστικά ότι δεv πρόκειται vα συvδεθεί ή vα παvτρευτεί παρά μόvo όταv η Ελλάδα ελευθερωθεί. Αμέσως μετά, η Μαvτώ επιστρέφει στηv Ελλάδα, στo vησί της. Εvας θείoς της τη μυεί στη Φιλική εταιρία και όταv αρχίζει o αγώvας, η Μαvτώ γvωρίζει τov Δημήτριo Υψηλάvτη. Οι δυο τoυς μάχovται μαζί, o Υψηλάvτης τηv ερωτεύεται και η Μαυρoγέvoυς γίvεται δική τoυ. Ο έρωτάς τoυς εvoχλεί τα αυστηρά ήθη της επoχής και oι αvτίπαλoι τoυ Υψηλάvτη, με επικεφαλής τov Κωλέττη, βρίσκoυv αυτή τη σχέση σαv πρόσχημα για vα τov εξoυδετερώσoυv… 

Ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γυναίκα με εύθραυστη ομορφιά, λεπτή και λυγερή κορμοστασιά, μεγαλωμένη με ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία. Ανιψιά του Νικολάου Μαυρογένη, επί πολλά έτη δραγουμάνου του στόλου (1770-1786) και στη συνέχεια ηγεμόνα της Βλαχίας (1786-1790).
Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 ή 97, όπου ήταν εγκαταστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ Μαυρογένους το 1820. Στις παραμονές του αγώνα βρισκόταν στην Τήνο με το θείο της Φιλικό παπα-Μαύρο, απ’ τον οποίο μυήθηκε στον αγώνα και μαζί του πήγε στην Μύκονο – πατρίδα της μητέρας της – αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης.
Έκτοτε η νεαρή Μαντώ διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ έλαβε μέρος και η ίδια σε πολλές επιχειρήσεις. Με πλοία που εξόπλισε με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λήστευαν τις Κυκλάδες. Συγκρότησε σώμα πεζών, που ανέλαβε την αρχηγία του και υπεράσπιζε τη Μύκονο. Εξόπλισε στόλο από έξι πλοία και τον ένωσε με τις ναυτικές δυνάμεις του Τομπάζη. Αργότερα συγκρότησε στρατό, που αποτελούνταν από 16 λόχους των 50 ανδρών, και πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρυστίας. Πολέμησε στο πλευρό του Γρηγορίου Σάλα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Όταν επέστρεψε στη Μύκονο, ασχολήθηκε με την τροφοδοσία του ναυτικού. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα του Ελληνικού χώρου και από τη θέση αυτή η νεαρή Ελληνίδα απηύθυνε έκκληση βοήθειας στους Ευρωπαίους φιλέλληνες και κυρίως στις Αγγλίδες και Γαλλίδες.
Ξένοι ιστορικοί και περιηγητές εξαίρουν τη συμμετοχή της στα πεδία των μαχών, κάτι που δεν προκύπτει από ελληνικές πηγές. Οι Έλληνες ιστορικοί του 19ου αιώνα παραδόξως την αγνόησαν. « Είναι απορίας άξιον έγραφε το έτος 1890 ο Jules Blancard, πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς από όλους τους έλληνες ιστορικούς».
Το 1825 στα γαλλικά κυκλοφορεί το βιβλίο του φιλέλληνα Τ. Ginouvier: “Mavrogenie ou L heroine de la Grece” στο οποίο περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η ζωή της ηρωίδας όπως την είδαν οι ρομαντικοί φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής της. Το έργο αυτό εξαντλήθηκε αμέσως, εκδόθηκε ξανά στο Παρίσι το 1826 και έκανε διάσημο το όνομα της Μαντώς σε όλη την Ευρώπη. Ακολούθησε και τρίτη έκδοση το 1830.
Ο ζωγράφος Adam Friedel κάνει την προσωπογραφία της, η οποία το 1827 κυκλοφορεί στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Η προσωπογραφία αυτή της Μαντούς δημοσιεύτηκε τότε μεταξύ των 24 προσωπογραφιών των επισημότερων αρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης.
Το έτος 1896 ο Θεόδωρος Blancard δημοσίευσε τη βιογραφία της ηρωίδας με τίτλο, «Les Mavroyéni», την οποία αφιέρωσε: «εις τους Παρίους, Μυκονίους και Τηνίους, λίαν επιλήσμονας της δόξης των». Το έργο αυτό συμπληρωμένο αναδημοσίευσε πάλι σε δύο τόμους το 1909.
Με τη λήξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, (κατά τον Λαμπρινίδη, η Μαντώ αναφέρεται και ως κάτοικος Ναυπλίου* κατά την απογραφή του πληθυσμού το 1824 ως εξής: Αριθ. 319, Κοκώνα Μαντώ, μετά του αδελφού της, του θείου της και των υπηρετών της. Εν όλω άτομα έξ), και τιμήθηκε με διάταγμα του Καποδίστρια, για της υπηρεσίες της με μια μικρή σύνταξη και το βαθμό του αντιστρατήγου. Στη Μαντώ ανέθεσε και την εποπτεία του Ορφανοτροφείου το οποίο ίδρυσε στην Αίγινα.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια αναγκάστηκε, ύστερα από τον άτυχο έρωτά της με τον Δημήτριο Υψηλάντη,** το θάνατό του ένα χρόνο μετά από του Κυβερνήτη, και την καταδίωξη του Κωλέττη, να επιστρέψει στη Μύκονο.
Φτωχή, έχοντας δωρίσει την τεράστια περιουσία της στον Αγώνα, κατέφυγε κοντά σε συγγενείς της στην Πάρο. Εκεί πέθανε από τυφοειδή πυρετό. Ενταφιάστηκε, με δημόσια δαπάνη, στο προαύλιο του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.
* Έκθεση της Μαντώς Μαυρογένους
Η Μαντώ Μαυρογένους αναζητά στέγη και διεκδικεί την αγορά της πρώτης κατοικίας του Αλή Μπέη στο Ναύπλιο, που είχε βγει σε πλειστηριασμό μετά την παράδοση της πόλης στους Έλληνες. Η συγκεκριμένη αναφορά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο διενεργούσαν οι δημοπρασίες ακινήτων.
«Η ιδιοκτησία των εθνικών οσπιτίων, ονομαζόμενων Αλή Μπέη, προ ημερών επί δημοπρασίας επωλήτο, και εν ω εξ αρχής δεν εδίδοντο περισσότερον από τας τριάντα χιλιάδας γρόσια, εγώ εστάθηκα και την ανέβασα εις τον αριθμόν πενήντα μίας χιλιάδος, η οποία δημοπρασία εγίνετο πάντοτε έμπροσθεν των οσπιτίων και επαύξανον, και εγώ και οι άλλοι τυχόντες ερασταί των οσπιτίων και πάντοτε με ειδοποιούσαν και οι κήρυκες, και η δημοπρασίας επιτροπή και με παρρήγγελον να ετοιμάσω τα ήμισυ των γροσίων κατά το θέσπισμα της Διοικήσεως […].
Επειδή δε τα οσπίτια έκαμαν πολλάς ημέρας επάνω μου, δεν επαύξησε την ποσότητα κανείς, εν ω οι κήρυκες διαλαλούσαν, τόσον ήμην αμέριμνος και κατεγινόμενην να εύρω τα γρόσια και να πληρώσω το ήμισυ […].
Ταύτην δε την στιγμήν παρ’ ελπίδα μανθάνω, ότι εκ πρωίας άναψαν περί τον Αιγιαλόν την προσδιοριστικήν λαμπάδα και ετελείωσαν την πώλησιν αμέσως, χωρίς να με ιδεάση η επιτροπή κατά το σύνηθες, ήτις έκαμα τόσην ωφέλειαν εις το εθνικόν ταμείον και όχι ζημίαν.
Να γένουν, υπερτάτη, τοιαύται παρασκηναί και ραδιουργίες προς δοροδοκίαν της επιτροπής, προς όφελος του αγοραστού και προς ζημίαν του εθνικού ταμείου, είναι άτοπον μέγα, και έργον μη χαρακτηρίζον διοικούσαν μετ’ ευνομίας.
Όθεν αναγγέλω προς την υπεροχήν της, ότι επειδή η πώλησις αύτη έγινεν ατάκτως, αδίκως και παρανόμως, διά να θεραπευθή η αταξία και η παρανομία, να ακυρωθή η πώλησις και να αναφθή Δευτέρα λαμπάς, καθ’ ην παρευρισκομένη και εγώ να επαυξήσω, και εις όποιον σβύση η λάμπας, εκείνος να είναι κύριος των οσπιτίων, […]
Τη 4 Αυγούστου 1824 εν Ναυπλίω, η Πατριώτις Μαντώ Μαυρογένη».

** Ο Θεόδωρος Μπλανκάρ γράφει για τη σχέση της Μαντώς Μαυρογένους με τον Δ. Υψηλάντη
« Ενθυμούμαι ότι ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Φιλήμων, ένας από τους συντρόφους του Δημητρίου Υψηλάντη, μου είχε περιγράψει ένα περιστατικό σχετικά με τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους.
Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης εξέφρασε την πρόθεση να παντρευτεί τη δεσποινίδα Μαυρογένους, οι σύντροφοί του την πήραν, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο, την επιβίβασαν σε πλοίο και την έστειλαν στο νησί της, απειλώντας τη σε περίπτωση που επέστρεφε. Όταν επέστρεψε, ο Υψηλάντης θύμωσε πάρα πολύ και ήταν άρρωστος για πολλές ημέρες γιατί αγαπούσε τη δεσποινίδα Μαυρογένους, αλλά συγχώρησε τους συντρόφους του και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξαναείδε τη φίλη του.
Κουβέντιασα για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους με τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, πρώην υπουργό, και με την κυρία Δραγούμη, μητέρα του υπουργού Εξωτερικών. Και οι δύο, μεγάλης ηλικίας πλέον, θυμούνται να έχουν δει και να έχουν ακούσει για τη Μαντώ Μαυρογένους όταν ήταν νέοι στο Ναύπλιο. Ήταν, μου είπαν, μια όμορφη προσωπικότητα, ψηλόσωμη, καλοφτιαγμένη και επιβλητική. Ντυνόταν με ευρωπαϊκά φορέματα, γεγονός σπάνιο για την εποχή.
Η κυρία Δραγούμη θυμάται ακόμη τη βελούδινη μπλούζα της που της είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τότε. Ο Δημήτριος Υψηλάντης δεν ήταν όμορφος, αλλά ήταν μόλις 28 ετών όταν έφτασε στην Ελλάδα το 1821. Το όνομά του, το θάρρος του, ο πατριωτισμός του, του προσέδιδαν μεγάλο κύρος. Η δεσποινίς Μαυρογένους εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε. Είχε μεγάλη περιουσία, μισθοδότησε ένα στράτευμα και συνόδευσε τον Υψηλάντη σε μερικές από τις εκστρατείες του. Ο Υψηλάντης ανταπέδωσε αυτό το ειλικρινές και ανιδιοτελές αίσθημα.
Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, επίσης από τους πρώτους συντρόφους του Υψηλάντη, τον οποίο όμως μια σοβαρή ασθένεια τον ανάγκασε να αφήσει την Ελλάδα πριν από το τέλος του πολέμου, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».
Πηγή: Αργολική Βιβλιοθήκη. 
------------------------------------------------------------------
από https://www.musiccorner.gr/aspromavra-ki-egchroma-prodomenos-laos-manto-mavrogenous-128014/

Ασπρόμαυρα κι έγχρωμα: “Προδομένος λαός – Μαντώ Μαυρογένους”

Τηλεοπτικές στιγμές που μας έκαναν να γελάσουμε, να κλάψουμε, να μελαγχολήσουμε, να ταυτιστούμε με τους ήρωες και να πάσχουμε μαζί τους. Πόσα συναισθήματα δε γέννησαν σε όλους μας αξέχαστα σίριαλ της μικρής οθόνης. «Ασπρόμαυρα κι έγχρωμα», άφησαν το σημάδι τους στο μυαλό και στην καρδιά μας και τα θυμόμαστε με νοσταλγία μέσα σ’ αυτό το άθλιο τηλεοπτικό τοπίο του σήμερα…
Αυτή η στήλη λοιπόν, κάθε 15 ημέρες θα σας παρουσιάζει κι από μία σειρά που έγραψε τη δική της ξεχωριστή ιστορία στην ασπρόμαυρη ή στην έγχρωμη τηλεόραση στα πρώτα 20 χρόνια πορείας της. Φιλοδοξία της, να σας θυμίσει μοναδικές κι ανεπανάληπτες στιγμές που δε θα σβήσουν ποτέ ο χρόνος και η μνήμη!
———————————————–
Τα κατορθώματα των ηρώων κατά την Επανάσταση του 1821, αρκετές φορές στάθηκαν πηγή έμπνευση κάποιων εκπροσώπων της τέχνης, αλλά και του πνεύματος. Γράφτηκαν πολλά βιβλία γι’ αυτή τη λαμπρή περίοδο της χώρας μας, ενώ με την έλευση του κινηματογράφου, ορισμένοι σκηνοθέτες επιχείρησαν να παρουσιάσουν στη μεγάλη οθόνη ένα μέρος από τα επιτεύγματα των προγόνων μας τη συγκεκριμένη περίοδο. Σε μια γρήγορη αναζήτηση, θα βρείτε δεκάδες τίτλους ελληνικών ταινιών που έχουν ως θέμα τους το ’21 κι εκείνους που θυσίασαν τα πάντα για να είμαστε εμείς ελεύθεροι…
Όταν μπήκε στη ζωή μας η τηλεόραση, η θεματολογία της εγχώριας ιστορίας εντοπίστηκε στα χρόνια της Κατοχής. Ωστόσο, στη δεκαετία του ’70 γίνανε κάποιες προσπάθειες για «αναβίωση» του ’21 με τη μορφή σίριαλ, που θα λέγαμε ότι ουσιαστικά ήτανε δύο. «Οι πατέρες της λευτεριάς» το 1973 στο ΕΙΡΤ και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» το 1977 στην ΥΕΝΕΔ, οι οποίες όμως δεν είχαν ιδιαίτερη ανταπόκριση στο κοινό…
Και φτάνουμε στο 1983, όταν ο σκηνοθέτης Σταμάτης Χονδρογιάννης αποφασίζει να γυρίσει σε τηλεοπτική σειρά το μυθιστόρημα του Γεωργίου Ρούσσου «Προδομένος λαός», προσθέτοντας στον τίτλο και το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του: «Μαντώ Μαυρογένους»…
Έτσι, την Τετάρτη 8 Ιουνίου 1983 στις 19:40 μεταδίδεται από την ΕΡΤ-1 το πρώτο επεισόδιο του σίριαλ «Προδομένος λαός-Μαντώ Μαυρογένους», το οποίο ολοκληρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου και σε 12 επεισόδια, αντί των 24 που αρχικώς είχε ανακοινωθεί.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, σε πρώτη φάση επρόκειτο για υπερπαραγωγή, η οποία εξελίχθηκε σε…απλή παραγωγή και μάλιστα με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος, καθώς το κάθε επεισόδιο στοίχισε 1.400.000 δραχμές. Επιπλέον, η παραγωγός εταιρεία “Δυάς” επέστρεψε 450.000 δραχμές στο κανάλι, το οποίο μάλιστα κράτησε και τα σκηνικά και τα κοστούμια, που ως τότε επέστρεφαν στα χέρια των παραγωγών…