Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

98-ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΤΤΟΝΟΣ-ιστορία του ελληνικού τραγουδιού

-----------------------------------------------------------
από http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/03/blog-post_15.html

Δευτέρα, 15 Μαρτίου 2010


ΚΩΣΤΑΣ ΜΥΛΩΝΑΣ ιστορία του ελληνικού τραγουδιού

Για να πω την αλήθεια ο παρών, τέταρτος, τόμος της «ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού» [εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009] του συνθέτη και συγγραφέα Κώστα Μυλωνά είναι ο πρώτος που πέφτει στα χέρια μου. Μάλιστα, αναφέρεται στην περίοδο 1981-1995, την οποίαν όχι απλώς γνωρίζω καλά, αλλά την έζησα και από κοντά, ως ακροατής και… καταναλωτής. Ξεφύλλισα το βιβλίο του κυρίου Μυλωνά με… προϋπάρχον ενδιαφέρον. Όσο το διάβασα – διαγωνίως, καθέτως και οριζοντίως – το βρήκα, συχνά, κοντά στην πραγματικότητα, άλλοτε πάλι μακρυά της. Πάντως, γενικότερα, λέω ότι χρειάζονται βιβλία για το ελληνικό τραγούδι και για την ελληνική μουσική συνολικά – εννοώ σοβαρά βιβλία –, κι εντός αυτού του πλαισίου και για το συγκεκριμένο έχω μία θετική γνώμη. Επειδή, όμως, δεν γράφω εδώ για ν’ απονέμω αβασάνιστους επαίνους, πρέπει να πω πως, στο εν λόγω πόνημα, υπάρχουν πράγματα που δεν με βρίσκουν σύμφωνο και τα οποία, με καλή διάθεση, επιθυμώ να τα θέσω προς συζήτηση. Κατ’ αρχάς, φρονώ, ότι ο Κώστας Μυλωνάς πράττει ένα – στρατηγικό να το πω; – λάθος. Δεν ξέρω για ποιο λόγο – το γνωρίζει αλλά δεν τον ενδιαφέρει, δεν το γνωρίζει γιατί δεν τον ενδιαφέρει – δεν αναφέρεται καθόλου στο βιβλίο του στο λεγόμενο «ελληνικό ροκ». Εντάξει, δεν έχω την απαίτηση να αναφερθεί στους Stress και στους Panx Romana (γιατί, ελληνικό τραγούδι δεν έκαναν κι αυτοί;), αλλά ούτε στον Σιδηρόπουλο και τις Τρύπες; Τι σημαίνει δηλαδή «ελληνικό τραγούδι»; Ο ίδιος το περιορίζει πάρα πολύ στην εισαγωγή του, λέγοντας πως θ’ ασχοληθεί με ό,τι αποκαλούμε «έντεχνο λαϊκό» – και τις «δυτικές» παραφυάδες του θα συμπλήρωνα εγώ. Σε τούτην, όμως, την περίπτωση ο τίτλος του βιβλίου δεν μπορεί παρά να είναι λανθασμένος. Στη χειρότερη περίπτωση, δηλαδή, θα έπρεπε να υπάρχει ένας σαφής υπότιτλος.
Ορισμένα tips. Στη σελίδα 35 ο συγγραφέας υποτιμά σφόδρα το rock, πράττοντας ένα κλασικό (λόγιο αυτή τη φορά) λάθος. Επιχειρεί να δει το rock μουσικολογικά. Η σημασία του rock – και η αξία του – είναι βασικά κοινωνική, και μετά αισθητική. Τι να τις κάνω τις «μπασαβιόλες», όπως έλεγε κι ο Ζαμπέτας, όταν γειτνιάζουν με τη συντήρηση ή σαλιαρίζουν με την εξουσία; Όταν… Φυσικά, ούτε και το rock, a priori, στέκεται απέναντί τους – απέναντι στη συντήρηση και την εξουσία εννοώ. Αλλά αυτά είναι θέματα, που εξετάζονται κατά περίπτωση. Δεν σερβίρονται «έτοιμα».
Στο βιβλίο υπάρχουν λάθη. Σοβαρά και λιγότερο σοβαρά. Ενδεικτικώς: o Σταύρος Παπασταύρου (σελ.176) δεν ξεκίνησε να γράφει τραγούδια το 1978, αλλά το 1973. Μπορεί και νωρίτερα. Ο Νίκος Αντύπας (σελ.183) δεν δημιούργησε τους Socrates. Μπήκε στο γκρουπ πολύ μετά. Το άλμπουμ των Χειμερινών Κολυμβητών δεν λέγεται «Οι Δασοκτόνοι», αλλά «Οι Δακοκτόνοι» (σελ.299).
Βρίσκω υπερβολικές τις (θετικές) κρίσεις του Κώστα Μυλωνά, για αρκετούς συναδέλφους του, φερ’ ειπείν για τον Γιώργο Ανδρέου. Τα τραγούδια που έφτιαξε με τους Αλέ Ρε Τουρ, τα βρίσκω πιο ενδιαφέροντα από τα «έντεχνά» του (εξαιρώ το «Γράμμα στον κύριο Νίκο Γκάτσο», που είναι πράγματι ωραίο).Δεν γίνεται να βρίσκεις χώρο για τα Τζαβαράκια στο βιβλίο και να λησμονείς ένα από τα καλύτερα «έντεχνα» άλμπουμ της εποχής, το συγκλονιστικό «Στρατιωτικά» (1982) του Χρήστου Λεττονού. (Παραμερίζεις ακόμη και τον Leonard Cohen, καθώς τον ακούς να τραγουδά στην ελληνική το “Chelsea Hotel #2”, για να μην πω πως τον βάζεις εντελώς στην άκρη – τον Cohen – όταν ακούς το «Σαν εκδρομή»).Στο βιβλίο καταγράφονται, κακώς για μένα, πάρα πολλοί στίχοι. Είναι αχρείαστοι. Πρώτον, γιατί είναι γνωστοί τοις πάσι. Δεύτερον, γιατί αυξάνουν τις σελίδες, ανεβάζοντας το κόστος. Τρίτον, (γιατί) δεν είναι θεμιτό να καταχωρίζονται στην «ιστορία του ελληνικού τραγουδιού» ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη ή του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν έχουμε μπροστά μας αναγνωστικό του Γυμνασίου.
Για να τελειώσω, κοιτώντας την ουσία, έτσι όπως, προσωπικώς και αυστηρώς, την αντιλαμβάνομαι. Αρκετοί από τους πιο αγαπημένους μου ελληνικούς δίσκους της εποχής ή δεν καταγράφονται καθόλου (το «Πράσινο Αεράκι» του Νίκου Λαρυγγάκη, η «Μοναξιά» του Αρθούρου Αντενούτσι, οι τρεις δίσκοι του Γιώργου Μακρή, το «Κράμα» του Γιώργου Ρωμανού, όλα τα LP που έντυσε με στίχους του ο Γιώργος Θεοχάρης, η «Αναστροφή» του Λουκά Θάνου…) ή πέφτουν στα ψιλά (η «Αυταπάτη» της Ηδύλης Τσαλίκη, ο «Πόθος Διάφανος» του Πάνου Τσαπάρα, το «Να’μαστε Πάλι Εδώ Αντρέα» του Αντρέα Μικρούτσικου, το «Μόνο μια Φορά», κορυφαίο LP του Σταμάτη Κραουνάκη). Περίεργο; Εξηγήσιμο; Λογικό; Ανεπίτρεπτο;
Η ουσία είναι πως ο, καθ’ όλα μειλίχιος, Κώστας Μυλωνάς εμπιστεύτηκε περισσότερο απ' όσο θά'πρεπε τις δικές του δυνάμεις.