-----------------------------------------------------------
από http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=276812
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Έντυπη Έκδοση Βιβλιοθήκη, Σάββατο 21 Μαΐου 2011
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ: Εξακολουθείτε να τραγουδάτε;
ΜΕΜΗ ΣΠΥΡΑΤΟΥ: Εχει κλείσει αυτό το «κεφάλαιο» για μένα. Μόνον αν «μου έρθει» τραγουδάω. Μπορεί κι απόψε, εδώ, να ανεβώ στη σκηνή και να πω μερικά τραγούδια.
Χ.Π.: Χωρίζετε τη ζωή σας σε κεφάλαια;
Μ.Σ.: Ολοι οι άνθρωποι δεν έχουμε «κεφάλαια»;
Χ.Π.: Μερικοί βιώνουν μόνο ένα σε όλη τους τη ζωή. Για σας πάντως το «κεφάλαιο» του τραγουδιού θα ήταν σημαντικό από μόνο του.
Μ.Σ.: Το σημαντικότερο! Και παραμένει.
Χ.Π.: Αρχίσατε να τραγουδάτε εν μέσω Χούντας. Ανήκατε στο Νέο Κύμα;
Μ.Σ.: Οχι. Οι εκπρόσωποι του Νέου Κύματος ήταν η Χωματά, ο Βιολάρης, η Αρλέτα, η Αστεριάδη. Εγώ τραγουδούσα κυρίως με τον Μαρκόπουλο, που αποκαλούσε τη δική του μουσική πρόταση «Επιστροφή στις ρίζες». Ηταν μια μετάβαση από το Νέο Κύμα.
Χ.Π.: Θυμάστε ποια ήταν τα ινδάλματα σας ως έφηβο κορίτσι;
Μ.Σ.: Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Σωτηρία Μπέλλου, αλλά και ο Ρέι Τσάρλς, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Λόυις Αρμστρονγκ, μα και πολλοί άλλοι.
Χ.Π.: Μεγαλώνατε σε περιβάλλον που μπορούσε να σας προσφέρει τέτοιου είδους ερεθίσματα; Τα άκουγαν οι γονείς σας ή ήταν δικές σας επιλογές;
Μ.Σ.: Κατ' αρχήν έχασα τη μητέρα μου πολύ νωρίς. Ο δε πατέρας μου, ως Επτανήσιος, ούτε που φανταζόταν ότι θα άκουγε η κόρη του Μπέλλου! Εκείνος άκουγε Βέρντι.
Χ.Π.: Ως τραγουδίστρια ήσασταν ανακάλυψη κάποιου;
Μ.Σ.: Χωρίς να ακουστεί επηρμένο και χιλιοειπωμένο, του εαυτού μου θα έλεγα. Επειδή έχασα τη μητέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία, για να επιζήσω, σκηνοθετούσα τη ζωή μου γράφοντας μόνη μου το «σενάριο». Δεν λέω ότι κατάφερα όλα όσα «έγραφε το σενάριο», αλλά αρκετά από αυτά.
Χ.Π.: Θέλατε να πετύχετε κυρίως στη μουσική;
Μ.Σ.: Αγαπούσα πολύ το τραγούδι, αλλά ήμουν και παραμένω στις παρυφές. Αυτό που έχω να θυμάμαι για τον εαυτό μου, είναι ότι ήμουν πολύ γειωμένη. Πάταγα πολύ στα πόδια μου. Οταν τραγουδούσα με τον Ξυλούρη σε ένα Σπόρτιγκ με 3.500 άτομα, σε έναν κλοιό αστυνομικών, και άλλες 5.000 απ' έξω να μας αποθεώνουν, ξέρεις πόσο εύκολο ήταν να καβαλήσω το καλάμι;
Χ.Π.: Εσείς δεν το καβαλήσατε ποτέ;
Μ.Σ.: Ποτέ! Είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο ενδεχομένως εκτιμώ τον εαυτό μου.
Χ.Π.: Τι θυμάστε από τον Νίκο Ξυλούρη;
Μ.Σ.: Οτι ήταν ένα μεγάλο παιδί, κατ' αρχάς. Κατά δεύτερον, ανήκε σε μια κατηγορία που τείνει να εκλείψει πια, των «ένθεων». Δηλαδή είχε ενθουσιασμό. Μου αρέσουν πολύ οι ενθουσιώδεις άνθρωποι, αυτοί που έχουν τον Θεό μέσα τους, που τους καθοδηγεί. Κυρίως αυτό θυμάμαι, το πόσο ενθουσιώδης άνθρωπος ήταν!
Χ.Π.: Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο πώς γνωριστήκατε;
Μ.Σ.: Με ειδοποίησε ο αείμνηστος Χρήστος Λεττονός ότι ο συνθέτης του δίσκου «Χρονικό», για το οποίο του είχα φάει τ' αυτιά, βρισκόταν στην Ελλάδα. Τραγουδούσα τότε στην μπουάτ της Πόπης Αστεριάδη κι έτρεξα την ίδια βραδιά που το έμαθα για να τον συναντήσω. Τον βρήκα, του τραγούδησα ένα από τα τραγούδια του «Χρονικού» και με προσέλαβε. Εμεινα μαζί του στη «Λήδρα» τραγουδώντας τον κύκλο «Θητεία» του Μάνου Ελευθερίου και αργότερα την «Ιθαγένεια» του Κ.Χ. Μύρη, τραγούδια του Γιώργου Χρονά, το «Διάλειμμα» και τον «Στρατή Θαλασσινό ανάμεσα στους αγαπάνθους» του Γιώργου Σεφέρη. Αυτά μέχρι το 1973. Μετά τη Μεταπολίτευση έφυγα στον Καναδά, όπου βρίσκονταν τα αδέλφια μου, για να σπουδάσω κινηματογράφο και θέατρο.
Χ.Π.: Ετσι εγκαταλείψατε το τραγούδι;
Μ.Σ.: Οχι, στο Μοντρεάλ τραγουδούσα στην μπουάτ «Μύλος» που είχαν οργανώσει παιδιά του ΚΚΕ εσωτερικού. Είναι ακριβώς ο ίδιος «Μύλος» με αυτός του «Χίλτον» σήμερα. Αλλά παράλληλα τραγουδούσα για το γαλλόφωνο «St. Dennis», δίπλα στον Ζιλ Βινιό, τον Ιβ Μοντάν του Κεμπέκ.
Χ.Π.: Και γιατί δεν μείνατε να εξελιχθείτε;
Μ.Σ.: Κατ' αρχάς, γιατί αρρώστησα από το βαρύ κλίμα και την πολλή υγρασία. Αλλά κι επειδή έτσι ήμουν και παραμένω: περαστική. Επικαλούμαι την ασυνείδητη ή συνειδητή παρόρμησή μου να εκτίθεμαι καθ' ολοκληρία και να παραδίδομαι σχεδόν σε οτιδήποτε με γοητεύει. Είχε αρχίσει να με ενδιαφέρει κυρίως η σκηνοθεσία του κινηματογράφου. Οταν γύρισα στην Αθήνα γράφτηκα στη Δραματική σχολή Θεοδοσιάδη και λίγο μετά έκανα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους «Si Minore» πάνω στην ομώνυμη etude του Σοπέν, η οποία τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη με Κρατικό βραβείο.
Χ.Π.: Με ποιους συνδεθήκατε φιλικά από τη γενιά σας;
Μ.Σ.: Κατ' αρχάς, στη «Λήδρα» γνωριστήκαμε, όταν ήμασταν και οι δύο σχεδόν παιδιά, με τον Γιώργο Χρονά και τραγούδησα ποιήματά του σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παραμένουμε φίλοι και ως μεγάλα παιδιά σήμερα. Την ίδια περίοδο γνώρισα και τον Μιχάλη Κατσαρό και τραγούδησα το «Γιατί;». Μου είχε απονείμει και τον πρώτο μου τίτλο, χρίζοντάς με «Ιππότη της λεγεώνας των ορθίων», αφού όρθιοι πίναμε καφέδες στο «Brazilian». Χρόνια μετά συνεργαστήκαμε στην μπουάτ «Τιπούκειτος», όπου τραγουδούσα την «Κατάσταση πολιορκίας» του Θεοδωράκη με τη Σόνια Θεοδωρίδου, κι εκείνος απήγγελλε τα αγαπημένα μου ποιήματά του.
Χ.Π.: Γνωρίζω ότι σας ενδιαφέρουν κυρίως τα ντοκιμαντέρ αρχαιολογίας και οργανώνετε ένα φεστιβάλ...
Μ.Σ.: Οταν η Ελλάδα είναι ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος, θεωρώ φυσικό να επικεντρώσω τη δουλειά μου εκεί. Βρισκόμουν στη Βερόνα σε ένα Αρχαιολογικό Φεστιβάλ με το «Τι είναι τέχνη;», παραγωγή του Ιδρύματος Μελετών Λαμπράκη, με το οποίο κέρδισα το Μεγάλο Βραβείο, και κάποιος από τη RAI με ρώτησε πότε είναι το επόμενο δικό μας ανάλογο φεστιβάλ, του απάντησα ευθαρσώς «τον επόμενο Δεκέμβριο». Επέστρεψα στην Αθήνα αποφασισμένη να αποδείξω ότι έλεγα αλήθεια. Το έστησα μέσα σε τρεις μήνες κι έκτοτε λαμβάνει χώρα ανά δύο χρόνια. Το ονομάσαμε «Αγών», αφορά τη Μεσόγειο, το λίκνο όλων των πολιτισμών, και οφείλω να πω ότι χωρίς τη σημαντική βοήθεια της εκδότριας του περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες» Αννας Λαμπράκη και της δημοσιογράφου Λένας Σαββίδη δεν θα μπορούσα να το είχα πραγματοποιήσει, παρ' ότι δουλεύω πολύ σκληρά γι' αυτό.
Χ.Π.: Η σχέση σας με το θέατρο; Είχατε σκηνοθετήσει ποιήματα του Καβάφη πριν από λίγα χρόνια.
Μ.Σ.: Τις «Φωνές», ένα τολμηρό εγχείρημα με τη σύμπραξη του φιλολόγου Μανόλη Σαββίδη, όπου δύο αγόρια και ένα κορίτσι ερμήνευαν εκδοχές του Καβάφη. Εχω σκηνοθετήσει πολύ θέατρο. Με τον Λάμπρο Τσάγκα πρωταγωνιστή το «Ξεχάστε τον Ηρόστρατο» του Γκριγκόρι Γκόριν, τη «Φαύστα» του Μποστ και τις «Εσωτερικές ειδήσεις» του Ποντίκα. Στους Δελφούς, στο Ετος Σωκράτη, την παράσταση «Ο Σωκράτης και οι σκιές του», και στο νέο θέατρο Δελφών Φρυνίχος δραματοποίησα ποιήματα του Σταύρου Βαβούρη στο έργο «Προς δεσποινίδα Ηλέκτρα Ατρείδη, Μυκήναι». Στο ίδιο θέατρο πέρσι σκηνοθέτησα το αφιέρωμα, για τα 2.500 χρόνια από τη Μάχη του Μαραθώνα, «Προσκλητήριο για εχθρούς και φίλους». Στο Μέγαρο Μουσικής το 1995 παρουσίασα τον πρώτο Καραγκιόζη με τίτλο «Μια μέρα χωρίς γέλιο είναι μια χαμένη μέρα», με το οποίο περιοδεύσαμε σε 25 πόλεις της Ελλάδας σε συνεργασία με την ΚΟΑ, που είχε δημιουργήσει ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Χ.Π.: Φαντάζομαι ότι οι δουλειές σας στο Μέγαρο Μουσικής συνδύαζαν ιδανικά τις δύο αγάπες σας, μουσική και θέατρο...
Μ.Σ.: Οντως, γιατί έκανα και δύο «υπερπαραγωγές» όπου ανεβάσαμε στην κεντρική σκηνή μαζί με τον Λιάβα για το «Από τη Θράκη στο Μέγαρο» διακόσιους πενήντα Θρακιώτες και άλλους τόσους περίπου Κρήτες για το «Τ' άκουσες Αρετούσα μου;», που συμπεριελάμβανε δεκατρία μικρά ντοκιμαντέρ για την Κρήτη. Αλλά και με τον Λάκη Χαλκιά και τη Νένα Βενετσάνου κάναμε το «2.500 χρόνια ελληνικής μουσικής» και την ταξιδέψαμε από το Ηρώδειο μέχρι τη Ζυρίχη, αλλά δεν ξεχνάω τη μεγάλη εμπειρία της περιοδείας ανά την Ελλάδα με το ποίημα-ποταμός του Ρίτσου «Το τερατώδες αριστούργημα» καθώς και το «Ασμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου» του Σινόπουλου με τον Γιώργο Σαββίδη ως Κωνσταντίνο, εμένα ως Ιωάννα και τη Μαρίκα Τζιραλίδου ως μητέρα.
Χ.Π.: Μοιάζει να έχουν όλα τους κοινό παρανομαστή το ελληνικό βίωμα και λόγο.
Μ.Σ.: Αναπόφευκτα. Είχα τη μεγάλη τύχη από νεαρή ηλικία να γνωρίσω στη Λήδρα ποιητές όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Σινόπουλος, ο Κατσαρός, ο Ελευθερίου, ο Κ.Χ. Μύρης. Αργότερα να συνεργαστώ με τον Κουν στους «Μουσικούς» του Σκούρτη, να συναναστραφώ τον Μάνο, τον Μίκη, τον Μποστ, τον Κατσίμπαλη, τον Σικελιώτη, τον Δοξιάδη, τον Μαρωνίτη, τον Ψωμόπουλο, τη Ρένα Χατζηδάκη, τη Ραλλού Μάνου. Και φυσικά συνδέθηκα χάρη στη Λένα Σαββίδη με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ και τον Χρήστο Λαμπράκη. Σπουδαίοι άνθρωποι όλοι τους, εκ των οποίων πολλοί ανήκουν στο προσωπικό μου εικονοστάσιο. Οι δικές μου ανώτερες σπουδές έγιναν στο «Πανεπιστήμιο Λένας και Γιώργου Σαββίδη».
Χ.Π.: Που δεν παρείχε όμως ένα πτυχίο να κρεμάσετε στον τοίχο σας, όπως κάνουν οι περισσότεροι Ελληνες...
Μ.Σ.: Εχω εν τούτοις ένα «χαρτί» και, ναι, το έχω κρεμάσει στον τοίχο. Μου το έστειλαν από την ΕΡΤ όταν έγιναν εκκαθαρίσεις φακελωμάτων. Είναι μια σελίδα Α4 από τα κεντρικά της χουντικής Ασφάλειας. Πάνω-κάτω σαν να είχε ανακαλυφθεί από τότε το AIDS, γράφει «Εμφαίνων τους κριθέντες ως ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥΣ καλλιτέχνας εν γένει ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗΣ οιασδήποτε επαφής μετ' αυτών». Ανάμεσα στα πέντε συνολικώς αναφερόμενα ονόματα καλλιτεχνών «εν γένει» διαβάζει κανείς: «Οδυσσέας Ελύτης, ποιητής, αγνώστων λοιπών στοιχείων» και, οποία τιμή, λίγο πιο κάτω, «Μέμη Σπυράτου, αοιδός, αγνώστων λοιπών στοιχείων». Ας πούμε λοιπόν ότι παραμένω «αοιδός, αγνώστων λοιπών στοιχείων». *
-----------------------------------------------------------
από http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=276812
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Έντυπη Έκδοση Βιβλιοθήκη, Σάββατο 21 Μαΐου 2011
Μέμη Σπυράτου
«Σκηνοθετούσα τη ζωή μου γράφοντας το «σενάριο»»
Από τη θρυλική «Λήδρα», όπου
πρωτοτραγούδησε μελοποιημένη ποίηση του Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους
Σεφέρη, Μύρη, Ελευθερίου, Χρονά και Κατσαρού μαζί με τον αείμνηστο Νίκο
Ξυλούρη, στις μουσικές σκηνές του Κεμπέκ.
Και από τα αρχαιολογικά ντοκιμαντέρ και το φεστιβάλ της «Αγών»
στα υπερθεάματα για την παράδοση στο Μέγαρο Μουσικής, η Μέμη Σπυράτου
έχει διανύσει άπειρα χιλιόμετρα γεωγραφικών αποστάσεων και καλλιτεχνικής
δημιουργίας. Συνεπής στα οράματά της και στα πάθη της! Τη συνάντησα στο
νέο στέκι της οδού Βρυσακίου στην Πλάκα, όπου μετέφερε με τους μαθητές
της μια μουσική παράσταση με τραγούδια του Κλάους Νόμι.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ: Εξακολουθείτε να τραγουδάτε;
ΜΕΜΗ ΣΠΥΡΑΤΟΥ: Εχει κλείσει αυτό το «κεφάλαιο» για μένα. Μόνον αν «μου έρθει» τραγουδάω. Μπορεί κι απόψε, εδώ, να ανεβώ στη σκηνή και να πω μερικά τραγούδια.
Χ.Π.: Χωρίζετε τη ζωή σας σε κεφάλαια;
Μ.Σ.: Ολοι οι άνθρωποι δεν έχουμε «κεφάλαια»;
Χ.Π.: Μερικοί βιώνουν μόνο ένα σε όλη τους τη ζωή. Για σας πάντως το «κεφάλαιο» του τραγουδιού θα ήταν σημαντικό από μόνο του.
Μ.Σ.: Το σημαντικότερο! Και παραμένει.
Χ.Π.: Αρχίσατε να τραγουδάτε εν μέσω Χούντας. Ανήκατε στο Νέο Κύμα;
Μ.Σ.: Οχι. Οι εκπρόσωποι του Νέου Κύματος ήταν η Χωματά, ο Βιολάρης, η Αρλέτα, η Αστεριάδη. Εγώ τραγουδούσα κυρίως με τον Μαρκόπουλο, που αποκαλούσε τη δική του μουσική πρόταση «Επιστροφή στις ρίζες». Ηταν μια μετάβαση από το Νέο Κύμα.
Χ.Π.: Θυμάστε ποια ήταν τα ινδάλματα σας ως έφηβο κορίτσι;
Μ.Σ.: Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Σωτηρία Μπέλλου, αλλά και ο Ρέι Τσάρλς, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Λόυις Αρμστρονγκ, μα και πολλοί άλλοι.
Χ.Π.: Μεγαλώνατε σε περιβάλλον που μπορούσε να σας προσφέρει τέτοιου είδους ερεθίσματα; Τα άκουγαν οι γονείς σας ή ήταν δικές σας επιλογές;
Μ.Σ.: Κατ' αρχήν έχασα τη μητέρα μου πολύ νωρίς. Ο δε πατέρας μου, ως Επτανήσιος, ούτε που φανταζόταν ότι θα άκουγε η κόρη του Μπέλλου! Εκείνος άκουγε Βέρντι.
Χ.Π.: Ως τραγουδίστρια ήσασταν ανακάλυψη κάποιου;
Μ.Σ.: Χωρίς να ακουστεί επηρμένο και χιλιοειπωμένο, του εαυτού μου θα έλεγα. Επειδή έχασα τη μητέρα μου σε πολύ μικρή ηλικία, για να επιζήσω, σκηνοθετούσα τη ζωή μου γράφοντας μόνη μου το «σενάριο». Δεν λέω ότι κατάφερα όλα όσα «έγραφε το σενάριο», αλλά αρκετά από αυτά.
Χ.Π.: Θέλατε να πετύχετε κυρίως στη μουσική;
Μ.Σ.: Αγαπούσα πολύ το τραγούδι, αλλά ήμουν και παραμένω στις παρυφές. Αυτό που έχω να θυμάμαι για τον εαυτό μου, είναι ότι ήμουν πολύ γειωμένη. Πάταγα πολύ στα πόδια μου. Οταν τραγουδούσα με τον Ξυλούρη σε ένα Σπόρτιγκ με 3.500 άτομα, σε έναν κλοιό αστυνομικών, και άλλες 5.000 απ' έξω να μας αποθεώνουν, ξέρεις πόσο εύκολο ήταν να καβαλήσω το καλάμι;
Χ.Π.: Εσείς δεν το καβαλήσατε ποτέ;
Μ.Σ.: Ποτέ! Είναι το μοναδικό πράγμα για το οποίο ενδεχομένως εκτιμώ τον εαυτό μου.
Χ.Π.: Τι θυμάστε από τον Νίκο Ξυλούρη;
Μ.Σ.: Οτι ήταν ένα μεγάλο παιδί, κατ' αρχάς. Κατά δεύτερον, ανήκε σε μια κατηγορία που τείνει να εκλείψει πια, των «ένθεων». Δηλαδή είχε ενθουσιασμό. Μου αρέσουν πολύ οι ενθουσιώδεις άνθρωποι, αυτοί που έχουν τον Θεό μέσα τους, που τους καθοδηγεί. Κυρίως αυτό θυμάμαι, το πόσο ενθουσιώδης άνθρωπος ήταν!
Χ.Π.: Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο πώς γνωριστήκατε;
Μ.Σ.: Με ειδοποίησε ο αείμνηστος Χρήστος Λεττονός ότι ο συνθέτης του δίσκου «Χρονικό», για το οποίο του είχα φάει τ' αυτιά, βρισκόταν στην Ελλάδα. Τραγουδούσα τότε στην μπουάτ της Πόπης Αστεριάδη κι έτρεξα την ίδια βραδιά που το έμαθα για να τον συναντήσω. Τον βρήκα, του τραγούδησα ένα από τα τραγούδια του «Χρονικού» και με προσέλαβε. Εμεινα μαζί του στη «Λήδρα» τραγουδώντας τον κύκλο «Θητεία» του Μάνου Ελευθερίου και αργότερα την «Ιθαγένεια» του Κ.Χ. Μύρη, τραγούδια του Γιώργου Χρονά, το «Διάλειμμα» και τον «Στρατή Θαλασσινό ανάμεσα στους αγαπάνθους» του Γιώργου Σεφέρη. Αυτά μέχρι το 1973. Μετά τη Μεταπολίτευση έφυγα στον Καναδά, όπου βρίσκονταν τα αδέλφια μου, για να σπουδάσω κινηματογράφο και θέατρο.
Χ.Π.: Ετσι εγκαταλείψατε το τραγούδι;
Μ.Σ.: Οχι, στο Μοντρεάλ τραγουδούσα στην μπουάτ «Μύλος» που είχαν οργανώσει παιδιά του ΚΚΕ εσωτερικού. Είναι ακριβώς ο ίδιος «Μύλος» με αυτός του «Χίλτον» σήμερα. Αλλά παράλληλα τραγουδούσα για το γαλλόφωνο «St. Dennis», δίπλα στον Ζιλ Βινιό, τον Ιβ Μοντάν του Κεμπέκ.
Χ.Π.: Και γιατί δεν μείνατε να εξελιχθείτε;
Μ.Σ.: Κατ' αρχάς, γιατί αρρώστησα από το βαρύ κλίμα και την πολλή υγρασία. Αλλά κι επειδή έτσι ήμουν και παραμένω: περαστική. Επικαλούμαι την ασυνείδητη ή συνειδητή παρόρμησή μου να εκτίθεμαι καθ' ολοκληρία και να παραδίδομαι σχεδόν σε οτιδήποτε με γοητεύει. Είχε αρχίσει να με ενδιαφέρει κυρίως η σκηνοθεσία του κινηματογράφου. Οταν γύρισα στην Αθήνα γράφτηκα στη Δραματική σχολή Θεοδοσιάδη και λίγο μετά έκανα την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους «Si Minore» πάνω στην ομώνυμη etude του Σοπέν, η οποία τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη με Κρατικό βραβείο.
Χ.Π.: Με ποιους συνδεθήκατε φιλικά από τη γενιά σας;
Μ.Σ.: Κατ' αρχάς, στη «Λήδρα» γνωριστήκαμε, όταν ήμασταν και οι δύο σχεδόν παιδιά, με τον Γιώργο Χρονά και τραγούδησα ποιήματά του σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παραμένουμε φίλοι και ως μεγάλα παιδιά σήμερα. Την ίδια περίοδο γνώρισα και τον Μιχάλη Κατσαρό και τραγούδησα το «Γιατί;». Μου είχε απονείμει και τον πρώτο μου τίτλο, χρίζοντάς με «Ιππότη της λεγεώνας των ορθίων», αφού όρθιοι πίναμε καφέδες στο «Brazilian». Χρόνια μετά συνεργαστήκαμε στην μπουάτ «Τιπούκειτος», όπου τραγουδούσα την «Κατάσταση πολιορκίας» του Θεοδωράκη με τη Σόνια Θεοδωρίδου, κι εκείνος απήγγελλε τα αγαπημένα μου ποιήματά του.
Χ.Π.: Γνωρίζω ότι σας ενδιαφέρουν κυρίως τα ντοκιμαντέρ αρχαιολογίας και οργανώνετε ένα φεστιβάλ...
Μ.Σ.: Οταν η Ελλάδα είναι ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος, θεωρώ φυσικό να επικεντρώσω τη δουλειά μου εκεί. Βρισκόμουν στη Βερόνα σε ένα Αρχαιολογικό Φεστιβάλ με το «Τι είναι τέχνη;», παραγωγή του Ιδρύματος Μελετών Λαμπράκη, με το οποίο κέρδισα το Μεγάλο Βραβείο, και κάποιος από τη RAI με ρώτησε πότε είναι το επόμενο δικό μας ανάλογο φεστιβάλ, του απάντησα ευθαρσώς «τον επόμενο Δεκέμβριο». Επέστρεψα στην Αθήνα αποφασισμένη να αποδείξω ότι έλεγα αλήθεια. Το έστησα μέσα σε τρεις μήνες κι έκτοτε λαμβάνει χώρα ανά δύο χρόνια. Το ονομάσαμε «Αγών», αφορά τη Μεσόγειο, το λίκνο όλων των πολιτισμών, και οφείλω να πω ότι χωρίς τη σημαντική βοήθεια της εκδότριας του περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες» Αννας Λαμπράκη και της δημοσιογράφου Λένας Σαββίδη δεν θα μπορούσα να το είχα πραγματοποιήσει, παρ' ότι δουλεύω πολύ σκληρά γι' αυτό.
Χ.Π.: Η σχέση σας με το θέατρο; Είχατε σκηνοθετήσει ποιήματα του Καβάφη πριν από λίγα χρόνια.
Μ.Σ.: Τις «Φωνές», ένα τολμηρό εγχείρημα με τη σύμπραξη του φιλολόγου Μανόλη Σαββίδη, όπου δύο αγόρια και ένα κορίτσι ερμήνευαν εκδοχές του Καβάφη. Εχω σκηνοθετήσει πολύ θέατρο. Με τον Λάμπρο Τσάγκα πρωταγωνιστή το «Ξεχάστε τον Ηρόστρατο» του Γκριγκόρι Γκόριν, τη «Φαύστα» του Μποστ και τις «Εσωτερικές ειδήσεις» του Ποντίκα. Στους Δελφούς, στο Ετος Σωκράτη, την παράσταση «Ο Σωκράτης και οι σκιές του», και στο νέο θέατρο Δελφών Φρυνίχος δραματοποίησα ποιήματα του Σταύρου Βαβούρη στο έργο «Προς δεσποινίδα Ηλέκτρα Ατρείδη, Μυκήναι». Στο ίδιο θέατρο πέρσι σκηνοθέτησα το αφιέρωμα, για τα 2.500 χρόνια από τη Μάχη του Μαραθώνα, «Προσκλητήριο για εχθρούς και φίλους». Στο Μέγαρο Μουσικής το 1995 παρουσίασα τον πρώτο Καραγκιόζη με τίτλο «Μια μέρα χωρίς γέλιο είναι μια χαμένη μέρα», με το οποίο περιοδεύσαμε σε 25 πόλεις της Ελλάδας σε συνεργασία με την ΚΟΑ, που είχε δημιουργήσει ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Χ.Π.: Φαντάζομαι ότι οι δουλειές σας στο Μέγαρο Μουσικής συνδύαζαν ιδανικά τις δύο αγάπες σας, μουσική και θέατρο...
Μ.Σ.: Οντως, γιατί έκανα και δύο «υπερπαραγωγές» όπου ανεβάσαμε στην κεντρική σκηνή μαζί με τον Λιάβα για το «Από τη Θράκη στο Μέγαρο» διακόσιους πενήντα Θρακιώτες και άλλους τόσους περίπου Κρήτες για το «Τ' άκουσες Αρετούσα μου;», που συμπεριελάμβανε δεκατρία μικρά ντοκιμαντέρ για την Κρήτη. Αλλά και με τον Λάκη Χαλκιά και τη Νένα Βενετσάνου κάναμε το «2.500 χρόνια ελληνικής μουσικής» και την ταξιδέψαμε από το Ηρώδειο μέχρι τη Ζυρίχη, αλλά δεν ξεχνάω τη μεγάλη εμπειρία της περιοδείας ανά την Ελλάδα με το ποίημα-ποταμός του Ρίτσου «Το τερατώδες αριστούργημα» καθώς και το «Ασμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου» του Σινόπουλου με τον Γιώργο Σαββίδη ως Κωνσταντίνο, εμένα ως Ιωάννα και τη Μαρίκα Τζιραλίδου ως μητέρα.
Χ.Π.: Μοιάζει να έχουν όλα τους κοινό παρανομαστή το ελληνικό βίωμα και λόγο.
Μ.Σ.: Αναπόφευκτα. Είχα τη μεγάλη τύχη από νεαρή ηλικία να γνωρίσω στη Λήδρα ποιητές όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Σινόπουλος, ο Κατσαρός, ο Ελευθερίου, ο Κ.Χ. Μύρης. Αργότερα να συνεργαστώ με τον Κουν στους «Μουσικούς» του Σκούρτη, να συναναστραφώ τον Μάνο, τον Μίκη, τον Μποστ, τον Κατσίμπαλη, τον Σικελιώτη, τον Δοξιάδη, τον Μαρωνίτη, τον Ψωμόπουλο, τη Ρένα Χατζηδάκη, τη Ραλλού Μάνου. Και φυσικά συνδέθηκα χάρη στη Λένα Σαββίδη με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ και τον Χρήστο Λαμπράκη. Σπουδαίοι άνθρωποι όλοι τους, εκ των οποίων πολλοί ανήκουν στο προσωπικό μου εικονοστάσιο. Οι δικές μου ανώτερες σπουδές έγιναν στο «Πανεπιστήμιο Λένας και Γιώργου Σαββίδη».
Χ.Π.: Που δεν παρείχε όμως ένα πτυχίο να κρεμάσετε στον τοίχο σας, όπως κάνουν οι περισσότεροι Ελληνες...
Μ.Σ.: Εχω εν τούτοις ένα «χαρτί» και, ναι, το έχω κρεμάσει στον τοίχο. Μου το έστειλαν από την ΕΡΤ όταν έγιναν εκκαθαρίσεις φακελωμάτων. Είναι μια σελίδα Α4 από τα κεντρικά της χουντικής Ασφάλειας. Πάνω-κάτω σαν να είχε ανακαλυφθεί από τότε το AIDS, γράφει «Εμφαίνων τους κριθέντες ως ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥΣ καλλιτέχνας εν γένει ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗΣ οιασδήποτε επαφής μετ' αυτών». Ανάμεσα στα πέντε συνολικώς αναφερόμενα ονόματα καλλιτεχνών «εν γένει» διαβάζει κανείς: «Οδυσσέας Ελύτης, ποιητής, αγνώστων λοιπών στοιχείων» και, οποία τιμή, λίγο πιο κάτω, «Μέμη Σπυράτου, αοιδός, αγνώστων λοιπών στοιχείων». Ας πούμε λοιπόν ότι παραμένω «αοιδός, αγνώστων λοιπών στοιχείων». *
-----------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------