Τελευταία Επέμβαση (!) Τακτοποίησης, Τροποποίησης, Προσθήκης κλπ Διόρθωσης : 16-08-2023
από http://www.youtube.com/watch?v=9puxoJ1f6YU&feature=related
Ο Σον Κόνερι απαγγέλει την Ιθάκη του Καβάφη
---------------------------------------------------------------Μετάφραση-ἀπὸδοση στὰ ἑλληνικά ἀπὸ www.agiazoni.gr
O Sean Connery απαγγέλει την Ιθάκη του Καβάφη σε μουσική υπόκρουση Παπαθανασίου.
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΙΘΑΚΗ (1911)
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
Πηγή βίντεο : babylonianman
-----------------------------------------------------------------------
από http://www.youtube.com/watch?v=1aFTuH1lwjM
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη - Ιθάκη
--------------------------------------------------------------- ----------------------------------------------------------------------
Κ. Π. Καβάφης - Ιθάκη
απαγγέλει η Έλλη Λαμπέτη
----------------------------------------------------------------------
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
ITHAKA
As you set out for Ithaka
hope your road is a long one,
full of adventure, full of discovery.
Laistrygonians, Cyclops,
angry Poseidon - don't be afraid of them:
you'll never find things like that one on your way
as long as you keep your thoughts raised high,
as long as a rare excitement
stirs your spirit and your body.
Laistrygonians, Cyclops,
wild Poseidon - you won't encounter them
unless you bring them along inside your soul,
unless your soul sets them up in front of you.
Hope your road is a long one.
May there be many summer mornings when,
with what pleasure, what joy,
you enter harbours you're seeing for the first time;
may you stop at Phoenician trading stations
to buy fine things,
mother of pearl and coral, amber and ebony,
sensual perfumes of every kind -
as many sensual perfumes as you can;
and may you visit many Egyptian cities
to learn and go on learning from their scholars.
Keep Ithaka always in your mind.
Arriving there is what you're destined for.
But don't hurry the journey at all.
Better if it lasts for years,
so you're old by the time you reach the island,
wealthy with all you've gained on the way,
not expecting Ithaka to make you rich.
Ithaka gave you the marvellous journey.
Without her you wouldn't have set out.
She has nothing left to give you now.
And if you find her poor, Ithaka won't have fooled you.
Wise as you will have become, so full of experience,
you'll have understood by then what these Ithakas mean
Constantine P. Cavafy
ποίηση : Κ.Π.Καβάφη | μουσική : The Troublemakers | ανάγνωση : Έλλη Λαμπέτη | μουσική επιμέλεια : Τάσος Σταυρόπουλος | φωτογραφία : Χρήστος Παπακίτσος
ακούγονται αποσπάσματα με τη φωνή της Έλλης Λαμπέτη από το δίσκο "Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη"
σε μουσική των Toublemakers από τον δίσκο "Doubts & Convictions"
ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ - ΙΘΑΚΗ
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
από https://www.youtube.com/watch?v=volc4XZq4mo
Η Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
"Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" - Έλλη Λαμπέτη
--------------------------------------------------------------- ----------------------------------------------------------------------
Απαγγελία: Έλλη Λαμπέτη
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
(1911)
---------------------------------------------------------------
Η έκπληξη που της επιφύλασσε ο οικοδεσπότης της εκπομπής ήταν η συνοδεία φλάουτου από την Στέλλα Γαδέδη.
Η ιδέα την ξάφνιασε ευχάριστα και άρχισε να αυτοσχεδιάζει, να συνομιλεί, να παίζει με το φλάουτο.
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ζωγραφισμένα 1915
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί˙ τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πιά για να το αποκοιμίσει.-
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
[1915]
Ο ποιητής που τιμά στα έργα του την Τέχνη της Ποιήσεως δείχνει σ’ αυτό το ποίημα την εκτίμηση που έχει εν γένει στην τέχνη, καθώς για εκείνον η καλλιτεχνική έκφραση αποτελεί την ιδανική μορφή αποτύπωσης των σκέψεων και επιθυμιών του καλλιτέχνη, ανεξάρτητα από τη μορφή της Τέχνης που υπηρετεί.
Στο «Ζωγραφισμένα» ο Καβάφης μας αποκαλύπτει μια ακόμη αγαπημένη του συνήθεια, που δεν είναι άλλη από το να απολαμβάνει έργα της ζωγραφικής τέχνης, ιδίως όταν αυτά συμπίπτουν με τη δική του έκφανση του ωραίου. Κι ενώ στον Καισαρίωνα μας παρουσιάζει τη διαδικασία που ακολουθεί κάποιες φορές για να φτάσει στην ποιητική έμπνευση, τη μελέτη δηλαδή της ιστορίας, εδώ μας μιλά για το πώς επιχειρεί μέσω της τέχνης να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που κάποτε αντιμετωπίζει με την ποιητική σύνθεση.
Αναλυτικότερα:
Η αρχική διατύπωση του ποιητή ότι αγαπά και προσέχει την εργασία του, έρχεται να προλάβει τις τυχόν αρνητικές εντυπώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει η δήλωση που θα ακολουθήσει ότι σήμερα δηλαδή δυσκολεύεται να δημιουργήσει κι αισθάνεται αποθαρρυμένος. Παράλληλα, με την αρχική αυτή διατύπωση, θέλει να δείξει με σαφήνεια ότι για εκείνον η ποιητική δημιουργία είναι μια απαιτητική εργασία στην οποία αφιερώνει πολύ χρόνο και προσπάθεια. Ο ποιητής θεωρεί ότι για να μπορέσει να προχωρήσει στην ποιητική σύνθεση θα πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη διάθεση καθώς σε αντίθετη περίπτωση δε θα μπορέσει να δημιουργήσει τέχνη εξαιρετικής ποιότητας οπότε δεν υπάρχει όφελος να πιέζει τον εαυτό του. Ο Καβάφης άλλωστε ποτέ δεν καταφεύγει στην ευκαιριακή έμπνευση και ποτέ δεν παρουσιάζει κάποιο ποίημα προτού να το επεξεργαστεί σε μεγάλο βαθμό, άρα για τον ποιητή η δημιουργία οφείλει να γίνεται πάντοτε υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.
Ο άσχημος καιρός, επομένως, που ου προκαλεί δυσθυμία, καθώς κι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ποιητής να επιτύχει την ιδανική διατύπωση τον αποθαρρύνουν από την ποιητική σύνθεση και του δημιουργούν την επιθυμία να δει κάτι, παρά να πει – να γράψει δηλαδή – ο ίδιος κάτι δικό του. Για το λόγο αυτό ο ποιητής στρέφεται σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα που δείχνει ένα ωραίο αγόρι να κοιμάται κοντά σε μια βρύση. Η εικόνα του ωραίου εφήβου, κι εν γένει του ωραίου αγοριού, αποτελεί βασική θεματική στην ποίηση του Καβάφη, καθώς στη μορφή του εφήβου βρίσκει την εξιδανικευμένη της έκφραση η ερωτική επιθυμία του ποιητή. Ο ποιητής έλκεται από τη μορφή του ωραίου αγοριού και παράλληλα μας υποδηλώνει την όμορφη ατμόσφαιρα που έχει αποτυπωθεί στο ζωγραφικό πίνακα. Ένα θείο μεσημέρι, με ζεστό καιρό και μια εικόνα καλοκαιρού που έρχονται σε αντίθεση με τον καιρό που επικρατεί για τον ποιητή, υποδηλώνουν μια γενικότερη αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που ζει ο ποιητής, σε αυτό που επιχειρεί να αποτυπώσει στους στίχους του και σ’ αυτό που τελικά βλέπει και θαυμάζει στη ζωγραφιά. Όσα δηλαδή θα ήθελε ο ποιητής να ζει αλλά και να εκφράσει εκείνη τη μέρα στην ποίησή του τα βλέπει τώρα ζωγραφισμένα και δεν μπορεί παρά να μείνει εκεί για ώρα να θαυμάσει την ομορφιά και την τελειότητα της μορφής του αγοριού, τη ζεστασιά που αποπνέει ο καιρός και εν τέλει την ιδανική αποτύπωση που έχει πετύχει ο ζωγράφος με το έργο του.
Ο ποιητής αδυνατεί να πετύχει τη δική του διατύπωση, τη δική του δημιουργία, αλλά δεν απογοητεύεται καθώς βρίσκει όσα εκείνος δεν μπόρεσε να εκφράσει, ζωγραφισμένα μπροστά του, με τόση τελειότητα, ώστε να παρασύρεται σε μια πολύωρη θέαση μιας οπτασίας που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η δική του οπτασία και όχι του ζωγράφου. Μένει εκεί να θαυμάζει τη ζωγραφιά του ωραίου αγοριού και αισθάνεται ως λάτρης της τέχνης, ότι βρίσκει την ξεκούραση, βρίσκει την αναγκαία αποστασιοποίηση από τη δική του τέχνη, μέσα στην τέχνη κάποιου άλλου. Κι αυτό το συναίσθημα ο ποιητής το εκφράζει με τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, που παραμένει ένας από τους πλέον γνωστούς στίχους του:
Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
και τα ‘κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.— Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε· «Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά. Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.» Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι μεταξωτά μαντίλια.— Για να τον ξαναπάρει εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες. Ήλθε ξανά μαζί του για τες είκοσι λίρες· μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παλιά φιλία, για την παλιάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.— Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παλιόπαιδο σωστό· μια φορεσιά μονάχα τού είχε κάμει, και με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια. Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές, και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντίλια, και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια. Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί. Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν. Στην πτωχική του κάσα τού έβαλε λουλούδια, ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια. Όταν το βράδυ επήγεν — έτυχε μια δουλειά, μια ανάγκη του ψωμιού του — στο καφενείον όπου επήγαιναν μαζί: μαχαίρι στην καρδιά του το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.
[1929*] |
Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών
Ἀπ’ τὲς δεκάμισυ ἤτανε στὸ καφενεῖον,
καὶ τὸν περίμενε σὲ λίγο νὰ φανεῖ.
Πῆγαν μεσάνυχτα— καὶ τὸν περίμενεν ἀκόμη.
Πῆγεν ἡ ὥρα μιάμισυ ˚ εἶχε ἀδειάσει
τὸ καφενεῖον ὁλοτελῶς σχεδόν.
Βαρέθηκεν ἐφημερίδες νὰ διαβάζει
μηχανικῶς. Ἀπ’ τὰ ἔρημα, τὰ τρία σελίνια του
ἔμεινε μόνον ἕνα: τόση ὥρα ποὺ περίμενε
ξόδιασε τ’ ἄλλα σὲ καφέδες καὶ κονιάκ.
Κάπνισεν ὅλα του τὰ σιγαρέτα.
Τὸν ἐξαντλοῦσε ἡ τόση ἀναμονή. Γιατί
κιόλας μονάχος ὅπως ἦταν γιὰ ὧρες, ἄρχισαν
νὰ τὸν καταλαμβάνουν σκέψεις ὀχληρὲς
τῆς παραστρατημένης του ζωῆς.
Μὰ σὰν εἶδε τὸν φίλο του νὰ μπαίνει— εὐθὺς
ἡ κούρασις, ἡ ἀνία, ἡ σκέψεις φύγανε.
Ὁ φίλος του ἔφερε μιὰ ἀνέλπιστη εἴδησι.
Εἶχε κερδίσει στὸ χαρτοπαικτεῖον ἑξήντα λίρες.
Τὰ ἔμορφά τους πρόσωπα, τὰ ἐξαίσιά τους νειάτα,
ἡ αἰσθητικὴ ἀγάπη ποὺ εἶχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
ἀπ’ τὲς ἑξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.
Κι ὅλο χαρὰ καὶ δύναμις, αἴσθημα κι ὡραιότης
πήγαν— ὄχι στὰ σπίτια τῶν τιμίων οἰκογενειῶν τους
(ὅπου, ἄλλωστε, μήτε τοὺς θέλαν πιά):
σ’ ἕνα γνωστό τους, καὶ λίαν εἰδικό,
σπίτι τῆς διαφθορᾶς πήγανε καὶ ζητῆσαν
δωμάτιον ὕπνου, κι ἀκριβὰ πιοτά, καὶ ξαναήπιαν.
Καὶ σὰν σωθῆκαν τ’ ἀκριβὰ πιοτά,
καὶ σὰν πλησίαζε πιὰ ἡ ὥρα τέσσερες,
στὸν ἔρωτα δοθῆκαν εὐτυχεῖς.
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για
τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη.
με το μολύβι απεικόνισίς του.
Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον Πέλαγος ολόγυρά μας.
Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός, κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό.
Απ’ τον Καιρό. Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παλιά —
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη στο Ιόνιο
In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras25 Απριλίου , 2022
Το ποίημα «Του πλοίου», 1919, του Κ.Π. Καβάφη αναφέρεται στη θάλασσα του Ιονίου όταν ο ποιητής, το καλοκαίρι του 1901, ταξίδεψε από την Πάτρα στην Ιταλία. Μετά από 18 χρόνια ένα ηδονικό βλέμμα του που έμεινε στη μνήμη του, από το ταξίδι του αυτό ―όπως γράφει στο ημερολόγιό του που κρατούσε― φαίνεται πως κατέληξε στο ποίημα «Του πλοίου». Αρχικός τίτλος «Το Ιόνιο πέλαγος»: Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή/ με το μολύβι απεικόνισίς του.// Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου/ ένα μαγευτικό απόγευμα./ Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας.// Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο./ Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός/ κι αυτό εφώτιζε την έκφρασή του./ Πιο έμορφος με φανερώνεται/ τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί από τον Καιρό.// Απ’ τον Καιρό. Ειν’ όλα αυτά τα πράγματα πολύ παληά / το σκίτσο και το πλοίο και το απόγευμα.
Αρχές της δεκαετίας του ’80 ένας παλαιοπώλης φίλος του Βασίλη Λαδά, του χάρισε ένα μονόφυλλο απ’ αυτά που δώριζε ο ποιητής στους θαυμαστές του, όπου ήταν τυπωμένο το ποίημα Του πλοίου με αύξοντα αριθμό 57, που είχε σβηστεί όμως με μαύρο μελάνι, από το χέρι του Καβάφη, και πάνω του είχε γραφτεί ο αριθμός 44 από το ίδιο το χέρι του ποιητή. Από το γεγονός αυτό ξεκινά την αφήγηση του ο Βασίλης Λαδάς στο βιβλίο του Το πλοίο του Κ. Π. Καβάφη. Το μονόφυλλο, όπως γράφει, το καδράρισε, το κρέμασε πάνω από το γραφείο του και σιγά σιγά συναισθημαποιήθηκε μαζί του έτσι που να νιώσει την ανάγκη να ασχοληθεί με το ταξίδι του Καβάφη, τους συνταξιδιώτες του, τον νέο του σκίτσου παρεμβάλλοντας όμως και δοκιμιακό λόγο για τη θάλασσα, την ηδονή, το Χρόνο τη μνήμη, όπως τα εκφράζει ο ποιητής παραθέτοντας γνώμες μελετητών, του Σεφέρη, του Γ.Π. Σαββίδη, του Στρατή Τσίρκα κ.ά και πολλά ποιήματα της μνήμης του Καβάφη. Επινόηση ή όχι η απόκτηση του μονόφυλλου δίνει ένα ρεαλιστικό πρόταγμα για το διπλό ταξίδι που επιχειρεί ο Λαδάς, αφενός στις δικές του μνήμες αφ’ ετέρου στις πηγές του ποιήματος «Του πλοίου», με μια εξομολογητική γραφή τόσο ως προς τον δικό του βίο όσο κι ως τον προς τον θαυμασμό του στην ποίηση του Αλεξανδρινού. Ένα αφήγημα που γράφτηκε στις μέρες του κορωνοϊού, Δεκέμβρη 2020, στηριγμένο όμως σε μεγάλο βαθμό στις ομιλίες του για τον Καβάφη στη δεκαετία του 1990 στην Πάτρα στο βιβλιοπωλείο της Πάτρας «Πολύεδρο», το γνωστό πανελληνίως για το γούστο του (να προσθέσω και για τις παρουσιάσεις ξεχωριστών ανθρώπων των γραμμάτων και τις άλλες εκδηλώσεις στον όμορφο κήπο του). Ακόμη ο Λαδάς, το 2003 στην Αλεξάνδρεια, στο σπίτι του ποιητή, στο πλαίσιο διημέρου ομιλιών για τον Καβάφη, ανέπτυξε το θέμα «Η φύση στην ποίηση του Καβάφη».
Στην ποίησή του ο Καβάφης αποφεύγει να αναφέρεται στη φύση, που τη θεωρεί ολιγόβιο πράγμα, στο ημερολόγιό του όμως δείχνει ενδιαφέρον και αγάπη γι αυτή. Όπως για τη φύση του Διακοφτού, που τη θαύμασε περνώντας με το τρένο. Τον συγκινεί επίσης η θέα του πατραϊκού κόλπου από τα Ψηλαλώνια στην Πάτρα και των βουνών της Ρούμελης από την προβλήτα του λιμανιού της πόλης, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Του άρεσαν και τα βουνά της Αττικής, που τα είδε μετά από χρόνια όταν ταξίδεψε στην Αθήνα χτυπημένος από τον καρκίνο. Στο ημερολόγιό του σημειώνει και άλλα, άσχετα με τη φύση, που του έκαναν εντύπωση στην Πάτρα, όπως η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα και η Παντάνασσα.
Ο Βασίλης Λαδάς με τη σειρά του, γράφει για την Αλεξάνδρεια, όπου πήγε για την ομιλία του, για το σπίτι του ποιητή,, την οδό Καβάφη και την κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά. Και βέβαια για την Υπατία, την Αλεξανδρινή φιλόσοφο, θύμα του φανατισμού των χριστιανών. Γράφει ακόμα για την Άμφισσα, τη Σεγδίτσα, τόπον καταγωγής (πιθανόν) του νέου του σκίτσου, όπως και για τον πρίγκιπα Νικόλαο, συνταξιδιώτη του Καβάφη στο ατμόπλοιο Scilla. Πολυπράγμων ο πρίγκιπας, έγραφε και θέατρο και πεζό ξεχασμένος τώρα, ενώ ο ανώνυμος ποιητής συνταξιδιώτης του είναι στα ύψη. Βρίσκει ακόμη την ευκαιρία με το ποίημα Του πλοίου να μιλήσει για την Πάτρα και το λιμάνι της και το Ιόνιο πέλαγος. Στην Πάτρα γεννήθηκε και ζει, διατηρεί πολλές αναμνήσεις, όπως το κολύμπι στο παλιό λιμάνι (βρώμικη παραλία αλλά ιερή) τις βροχές που έπεφταν συνέχεια τότε στην πόλη. Και τώρα (2020), σκέφτεται όλα αυτά, κλεισμένος μέσα σε αυτή την πόλη από την πανδημία και γράφει για τις μνήμες που ορίζουν τη ζωή μας, την αναζωογονητική λειτουργία της μνήμης των ηδονών, τονίζοντας ότι και «Του πλοίου» είναι ένα ποίημα μνήμης, μιας μισοξεχασμένης μνήμης. Και όλα αυτά και αρκετά άλλα τα παρουσιάζει ο Βασίλης Λαδάς πρωτότυπα χωρίς να ακολουθεί τον καθιερωμένο τρόπο γραφής, τον τρόπο που συνηθίζεται στα δοκίμια, αλλά αφήνοντας αρκετά ελεύθερο το συνειρμό των σκέψεών του με κάποια ίσως επιτήρηση που δε γίνεται εύκολα αντιληπτή. Αντιληπτό και πολύ μάλιστα γίνεται το ενδιαφέρον για τον Καβάφη και η αγάπη για την ποίησή του.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο προτελευταίο κεφάλαιο («Περιμένοντας») ο Λαδάς εισέρχεται στη θεματική των φιλοσοφικών–πολιτικών ποιημάτων του Καβάφη συγκρίνοντας το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», πρώτη γραφή 1898, με το Περιμένοντας τον Γκοντό, 1948 του Μπέκετ. Παρατηρεί τις ομοιότητες των δύο έργων ως προς την θεματική της μάταιης αναμονής, αφενός κοινωνικών ομάδων για πολιτική αλλαγή (Καβάφης), αφετέρου υπαρξιακής σωτηρίας ατόμων (Μπέκετ) κι ως προς την μορφή τους, ως δρώμενα παραστάσεων δρόμου. Το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» επηρέασε πολύ τον δημόσιο λόγο, συγγραφείς και κινηματογραφιστές. Με βάση αυτά τα δύο έργα κι όσα υπό την επιρροή τους εγράφησαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, ο Λαδάς ανατρέχει στη μνήμη του αιώνα αυτού ως ενός αιώνα που δεν έδωσε κοινωνική λύση ή ατομική σωτηρία. Ήταν ένας αιώνας παγκοσμίων πολέμων, ολοκαυτώματος, και στο τέλος του να άρχουν οι ίδιοι άνθρωποι που προξένησαν τους πολέμους και τις καταστροφές.
Κώστας Ε. Αθανασόπουλος
* BAΣIΛΗΣ ΛΑΔΑΣ Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη, Αφήγημα, σελ. 80,
εκδ. «Μανδραγόρας», Νοέμβριος 2021,
Σχέδιο εξωφύλλου: Σωτήρης Σόρογκας, ISBN 978-960-592-135-4
ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.
Γραμμὲς τοῦ σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ἡδονικά.
Μαλλιὰ σὰν ἀπὸ ἀγάλματα ἑλληνικά παρμένα·
πάντα ἔμορφα, κι ἀχτένιστα σὰν εἶναι,
καὶ πέφτουν, λίγο, ἐπάνω στ' ἄσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα τῆς ἀγάπης, ὅπως τἄθελεν
ἡ ποίησίς μου....... μὲς στὲς νύχτες τῆς νεότητός μου,
μέσα στὲς νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα......
[ομνύει = ορκίζεται, κάνει τάμα]
Κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν....
. . . . . . . . . . . . . .
Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ειδωθήκαμε.
Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.
[1917, 1917*]
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη. Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις— δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους. Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
Μια νύχτα
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Αποκάτω
ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.
Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνές—
τὴν τύχη σου ποῦ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου
ποῦ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ φεύγει.
Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πῶς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πῶς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποῦ ταιριάζει σε ποῦ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ χάνεις.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
---------------------------------------------------------Το 1899 σε ηλικία 36 ετών ο Καβάφης δημοσιεύει «Το Πρώτο Σκαλί», η σύνθεση του οποίου είχε γίνει σε πρώτη μορφή 4 χρόνια πριν. Ο ποιητής καταγράφει εδώ τόσο την ανησυχία του σχετικά με το λιγοστό της ποιητικής του παραγωγής όσο και την πεποίθησή του πως η αξία της Ποιητικής Τέχνης είναι σημαντικότατη.
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιον μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι,
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμα σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
[πηγή: Κ.Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα (1897-1918), τόμ. Α΄, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1995 (4η έκδ.), σ. 105]
Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.
Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.
Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.
Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».
Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.
[1929]
Ο Καβάφης υιοθετώντας την περσόνα ενός νεαρού ειδωλολάτρη θρηνεί για το θάνατο του ωραίου Μύρη και παράλληλα βρίσκει την ευκαιρία να τιμήσει τον ηδονικό βίο της Αλεξάνδρειας λίγο προτού ο παγανισμός και οι υποστηρικτές του βρεθούν υπό διωγμό. Η Αλεξάνδρεια το 340 μ.Χ. βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο καθώς σιγά – σιγά ο Χριστιανισμός αρχίζει να επικρατεί και ο παγανισμός με όλη την ελευθερία στην ερωτική έκφραση και την εκτίμηση για την ομορφιά και τον έρωτα, που τόσο συγκινεί τον ποιητή, περνά πλέον σε μια ύστατη περίοδο παρακμής.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί παύουν να βρίσκονται υπό διωγμό, καθώς θεσπίζεται η αρχή της ανεξιθρησκίας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Τα προβλήματα βέβαια για τους χριστιανούς συνεχίζονται κι εκείνη την περίοδο αλλά είναι περισσότερο εσωτερικής φύσης. Ο Αρειανισμός, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα, γνωρίζει μεγάλη ακμή και οδηγεί τους πιστούς σε έντονες προστριβές και συγκρούσεις. Ο διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην ανατολή, Κωνστάντιος Β΄ συνεχίζει την ευνοϊκή πολιτική για τους χριστιανούς, αλλά παραμένει κι αυτός υποστηρικτής του Αρειανισμού. Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανισμός κατορθώνει σταδιακά να επικρατήσει και προωθεί έναν σαφώς πιο μετρημένο τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχαν και προτιμούσαν οι ειδωλολάτρες.
Ο αφηγητής του ποιήματος μαθαίνει για το θάνατο του αγαπημένου του Μύρη και πηγαίνει στο χριστιανικό σπίτι του νεκρού, όπου γίνονται οι ετοιμασίες για την κηδεία. Το ιστορικοφανές αυτό ποίημα είναι δοσμένο με πληθώρα στοιχείων θεατρικότητας καθώς ο ποιητής μας δίνει με μεγάλη σκηνοθετική λεπτομέρεια το χώρο όπου διαδραματίζονται τα περιστατικά του ποιήματος, καθώς και τις κινήσεις των προσώπων.
Ο Μύρης αν και χριστιανός εντάσσεται σε μια παρέα παγανιστών και συμμετέχει μαζί τους στα ηδονικά ξενύχτια και τις διασκεδάσεις τους. Ο αφηγητής του ποιήματος αισθάνεται μεγάλη αγάπη για το Μύρη και παρόλο που γνώριζε ότι ήταν χριστιανός δεν αντιλαμβάνεται την έκταση της αφοσίωσης του Μύρη στη θρησκεία του, μέχρι τη στιγμή που βρίσκεται στο σπίτι του και ακούει από τις παριστάμενες γυναίκες να περιγράφουν τις τελευταίες του στιγμές. Ο αφηγητής αρχίζει ξαφνικά να συνειδητοποιεί και να θυμάται όλες εκείνες τις φορές που ο Μύρης είχε εξαιρέσει τον εαυτό του από τις προσευχές της παρέας στους θεούς τους. Σιγά – σιγά ο αφηγητής αρχίζει να νιώθει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το Μύρη κι ότι στην ουσία η μεταξύ τους επαφή δεν υπήρξε τόσο στενή όσο ο ίδιος είχε πιστέψει. Η σκέψη ότι τελικά ήταν δεν ήταν παρά ένας ξένος για το Μύρη κι ότι ο αγαπημένος του νέος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αγάπη του Χριστού, αναστατώνει τον ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος σπεύδει να φύγει από το φρικτό εκείνο σπίτι προτού η κυρίαρχη χριστιανική ατμόσφαιρα αλλοιώσει πλήρως την εικόνα που είχε για το Μύρη. Προτιμά να θυμάται τον αγαπημένο του έτσι όπως τον γνώρισε, δοσμένο στον έρωτα και την έκλυτη ζωή, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώμη του κόσμου.
Ο ποιητής δημιουργεί μια ιστορία συνύπαρξης του χριστιανισμού και του παγανισμού, αφήνοντας όμως να διαφανεί η σταδιακή επικράτηση της νέας θρησκείας. Μέσα από τις αναμνήσεις του αφηγητή ο Καβάφης βρίσκει την ευκαιρία να πλάσει εικόνες ιδανικού ερωτισμού και λυτρωτικής ελευθερίας, γνωρίζοντας όμως ότι κινείται χρονικά στην εποχή όπου η ελευθερία αυτή φτάνει στο τέλος της. Ο Καβάφης επιστρέφει για λίγο σε μια εποχή όπου η Αλεξάνδρεια ήταν δοσμένη στον έρωτα και την ηδονική λατρεία της ομορφιάς, σε μια εποχή που θα ήθελε κι εκείνος να ζει, μόνο και μόνο για να μας προσφέρει μια τελευταία εικόνα αυτής της περιόδου. Συνηθίζει, άλλωστε, να επιλέγει μεταβατικές περιόδους, θέλοντας να αποτυπώσει την αίσθηση εκείνη της παρακμής και της αγωνιώδους προσπάθειας για επιβίωση, όταν πια το τέλος είναι δεδομένο.
Ενδιαφέρουσα, παράλληλα, είναι η υιοθέτηση από τον Καβάφη ενός παγανιστικού προσωπείου -δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά- που τόσες απορίες δημιουργεί σχετικά με τη θρησκευτική τοποθέτηση του ποιητή. Ο Καβάφης, βέβαια, συνηθίζει να εναλλάσσει την οπτική του στο θέμα της θρησκείας, άλλοτε γράφοντας ως νοσταλγός της ειδωλολατρίας και άλλοτε ως θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, αδιαφορώντας για όσους θέλουν να τον εντάξουν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Αρέσκεται, άλλωστε, στο να δημιουργεί εντυπώσεις σχετικά με τις πεποιθήσεις του, μπερδεύοντας έτσι τους μελετητές και τους αναγνώστες του.
Το Σεράπιο ήταν ιερό στην Αλεξάνδρεια αφιερωμένο στον Σέραπι, μια θεότητα που είχε δημιουργηθεί από τον Πτολεμαίο Α΄ σε μια προσπάθεια ένωσης της τοπικής θρησκείας με αυτής των Ελλήνων. Το Σεράπιο καταστράφηκε το 391 μ.Χ. με διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄.
Λάνη τάφος
Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.
Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του ανθυπάτου
το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο ζωγράφο,
και με τί καλλιτεχνικήν εκείνος πανουργία
μόλις είδε τον φίλο σου κι ήθελε να σας πείσει
που ως Υάκινθον εξάπαντος έπρεπε να τον κάμει
(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του).
Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι·
και σταθερά εναντιωθείς είπε να παρουσιάσει
όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν άλλον,
αλλά τον Λάνη, υιό του Ραμετίχου, Αλεξανδρέα.
[1916, 1918*]
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.
☆ Κ.Π. Καβάφης – Ας φρόντιζαν..
Γράφει ο Ευάγγελος Τρυψιάνης // *
Στο εν λόγω ποίημα ο Καβάφης «ξεμπροστιάζει» (δια μέσου της ειρωνείας) με ποιητική μαεστρία έναν τυχοδιώκτη! Τον ανώνυμο ήρωα της μάζας, που στην εποχή της παρακμής μπορεί και περνιέται για «κάποιος». Αυτόν που «λοιδορεί» το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα για το επίπεδο και την ποιότητα τής ζωής του αλλά ταυτόχρονα το συντηρεί. Αυτόν που συμβιβάζεται με το «μέσο όρο» και τελικά καταλήγει να τον εκπροσωπεί. Αυτόν που «πλασάρει» δήθεν «προσόντα» και απαιτεί να βολευτεί! Αυτόν που συναλλάσσεται «κάτω από το τραπέζι», μ’ αυτούς που καταριέται και περιφρονεί στις παρέες και στα καφενεία! Αυτόν που «κρύβεται» πίσω από κλισέ φράσεις, που λειτουργούν σαν άλλα συγχωροχάρτια: «Δεν φταίω εγώ», «Το σύστημα είναι τέτοιο», «Κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο» κ.λπ., διαιωνίζοντας το μη φυσιολογικό! Αυτόν που ο Χ. Έσσε, στο βιβλίο του «Ο Λύκος της Στέπας», αποκαλεί μπουρζουά. Και ο μπουρζουάς είναι: «ένα πλάσμα με αδύναμες επιθυμίες, αγχώδες, φοβισμένο μη φανερωθεί και εύκολο να υποταγεί». Ένας τύπος που «δεν βάζει τίποτε πιο ψηλά από τον εαυτό του – όσο φτηνός και αν είναι» και «προτιμάει την άνεση από την ευχαρίστηση, την ευκολία από την ελευθερία..». Τέτοιος είναι εδώ ο πρωταγωνιστής μας.
Με αφορμή το ποίημα ας στοχαστούμε:
- Ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη και ποιος του πολιτικού;
- Όταν ένας τόπος «καταρρέει» και οι άνθρωποί του δυστυχούν, ποιες είναι οι ευθύνες των πολιτών και ποιες των πολιτικών;
- Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή των πολιτικών αντιπροσώπων; Θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά;
- Ποιοι και με ποιους τρόπους συντηρούν το διεφθαρμένο και μη αποτελεσματικό σύστημα εξουσίας;
- Τι σημαίνει να είναι κανείς «ενεργός» και «υπεύθυνος» πολίτης;
- Τι σημαίνει «χρηστή διοίκηση» και «αξιοκρατία»;
- Πώς μπορεί ν’ αλλάξει ο κακός τροπός διοίκησης και η ιδιοτελής συμπεριφορά των πολιτών;
Ας φρόντιζαν
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους —
τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Οι αναγνώστες της καβαφικής ποίησης διαβάζοντας τόν ποιητικό τίτλο «Ας φρόντιζαν» θα μπορούσαν ν’ αναρωτηθούν:
- Ποιοι να φρόντιζαν;
- Για ποιο αντικείμενο να φρόντιζαν;
- Με ποιον τρόπο να φρόντιζαν γι’ αυτό;
Επίσης, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, θα μπορούσαν ν’ αναρωτηθούν:
- Ποιος/α διατυπώνει τη συγκεκριμένη φράση και κάτω από ποιες συνθήκες;
Στο καβαφικό ποίημα «Ας φρόντιζαν» (γραμμένο το 1930) ο πρωταγωνιστής του, μία ανώνυμη ύπαρξη τής πόλης, εκθέτει στους αναγνώστες την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει (Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης) λόγω της δαπανηρής ζωής στην Αντιόχεια, όπου και διέμενε (Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια / όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε: / αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο). Του άρεσαν, βλέπετε, οι απολαύσεις, η καλή – έκλυτη ζωή, και δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στις «Σειρήνες».
Όμως, παρά τη δύσκολη οικονομική του κατάσταση δεν το βάζει κάτω. Και γιατί να κάνει κάτι τέτοιο, όταν διαθέτει «προσόντα» που μπορούν να τον βγάλουν από το αδιέξοδό του; Διότι νέος και υγιής είναι (εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην) και την ελληνική γνωρίζει (Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος) και μορφωμένος είναι (ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙ / τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς) και στρατιωτικές γνώσεις κατέχει (Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα) και φιλίες με μισθοφόρους έχει (ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων) και την Αλεξάνδρεια ξέρει να την «περπατήσει» (Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι) και από διοικητικά κατιτίς γνωρίζει (Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά) και – κυρίως – είναι γνώστης του πολιτικού παρασκηνίου, της καμαρίλας (κάπως γνωρίζω -κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον- τά ἐκεῖ: / τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά). Μια χαρά «προσόντα»! Τι λέτε κ’ εσείς;
Έξάλλου, όπως μας εξομολογείται, είναι όχι μόνο πρόθυμος να υπηρετήσει την πατρίδα του, τη Συρία, αλλά και το πλέον ενδεδειγμένο πρόσωπο (φρονῶ πώς εἶμαι στά γεμάτα / ἐνδεδειγμένος γιά νά ὑπηρετήσω αὐτήν τήν χώρα, / τήν προσφιλῆ πατρίδα μου Συρία).
Βέβαια, γνωρίζει ότι όλα τα παραπάνω («προσόντα» και «καλές» προθέσεις) δεν αρκούν για να μπορέσει να γίνει «ωφέλιμος» για τον τόπο του και τους συνανθρώπους του! Υπάρχει, βλέπετε, ένα υπόγειο σύστημα συμφερόντων, πολιτικό-οικονομικής φύσεως, που δεν αφήνει κανένα «τίμιο», «αγνό» και γεμάτο «προσόντα» πρόσωπο – όπως ο πρωταγωνιστής μας (!) – να «σταδιοδρομήσει», να «προσφέρει» στο κοινωνικό σύνολο και στον τόπο του (Ἄν πάλι μ’ ἐμποδίσουνε μέ τά συστήματά τους – / τούς ξέρουμε τούς προκομένους: νά τά λέμε τώρα;). Τι φταίει, λοιπόν, και αυτός; Στο χέρι του είναι; (ἄν μ’ ἐμποδίσουνε, τί φταίω ἐγώ).
Γι’ αυτό και είναι πρόθυμος ν’ απευθυνθεί στις τρεις πολιτικές προσωπικότητες, Ζαβίνα – Γρυπό – Υρκανό (τρομάρα τους!), για να τον «βοηθήσουν» (και να τους «βοηθήσει»!). Δούναι και λαβείν. Σας θυμίζει κάτι; (Θ’ ἀπευθυνθῶ πρός τόν Ζαβίνα πρῶτα, / κι ἄν ὁ μωρός αὐτός δέν μ’ ἐκτιμήσει, / θά πάγω στόν ἀντίπαλό του, τον Γρυπό. / Κι ἄν ὁ ἠλίθιος κι αὐτός δέν μέ προσλάβει, / πηγαίνω παρευθύς στόν ‘Υρκανό).
Όλο και κάποιος απ’ αυτούς θα τον πάρει κοντά του. (Θά μέ θελήσει πάντως ἕνας ἀπ’ τους τρεῖς). Με το αζημίωτο (εξάλλου πολιτικοί τυχοδιώκτες είναι, όλοι το ξέρουν)! Αλλά τι φταίει και ο φίλος μας; (κατεστραμμένος ἄνθρωπος, τί φταίω ἐγώ). Μήπως υπάρχει κάποιος άλλος καλύτερος; Αυτόν θα διάλεγε, αν υπήρχε! (Μετά χαρᾶς θά πήγαινα μ’ αὐτόν). Γι’ αυτό και η συνείδησή του μένει ήσυχη (Κ’ εἶν’ ἡ συνείδησίς μου ἥσυχη)! Ας φρόντιζαν οι θεοί! (οι άνθρωποι θα πω εγώ) να υπήρχε κάποιος που δε θα ’βλαπτε τον τόπο και τους ανθρώπους του! (Ἀς φρόντιζαν οἱ κραταιοί θεοί / να δημιουργούσαν ἕναν τέταρτο καλό).
* Ο Ευάγγελος Τρυψιάνης είναι φιλόλογος (ειδίκευση: Νεοελληνική Φιλολογία), κάτοχος MSc Εκπαίδευσης Ενηλίκων & MSc Κοινωνικής
και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και
δύο σχολικά βοηθήματα για την Ιστορία της Γ΄ Λυκείου.
Αλεξανδρινοί βασιλείς
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ έχει την αφετηρία του στο Βίο Αντωνίου τον Πλουτάρχου. Εκεί ο ιστορικός διηγείται πως ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα οργάνωσαν μια μεγαλοπρεπή γιορτή στο στάδιο της Αλεξάνδρειας και καθισμένοι πάνω σε χρυσούς θρόνους μοίρασαν βασιλικούς τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας. Σκοπός του Πλουτάρχου είναι να δείξει πόσο ο Αντώνιος είχε υποδουλωθεί όχι μονάχα στην Κλεοπάτρα, αλλά και στο πνεύμα της ανατολίτικης χλιδής, πράγματα ανάρμοστα για ένα Ρωμαίο στρατηγό.
Ο Καβάφης γράφει το ποίημα το 1912. Να προσέξετε κυρίως πώς ο ποιητής μεταπλάθει το ιστορικό γεγονός, ποια στοιχεία προβάλλει ιδιαίτερα και πού μετατοπίζει το βάρος του νοήματος.
Καισαρίων: γιος της Κλεοπάτρας και του
Ιουλίου Καίσαρα. Θανατώθηκε σε ηλικία δεκαεφτά χρονών από τον Οκταβιανό
στην Αλεξάνδρεια, το 30 π.Χ.
Αλέξανδρος και Πτολεμαίος: παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο.
Γυμνάσιο: γυμναστήριο, το στάδιο της Αλεξάνδρειας.
τον είπαν: τον ανακήρυξαν.
αίμα των Λαγιδών: φυσικά από τη μητέρα του
μόνο. Η δυναστεία της Κλεοπάτρας (Λαγίδες) είχε γενάρχη της τον
Πτολεμαίο τον Λάγου, στρατηγό και έναν από τους διαδόχους του Μ.
Αλεξάνδρου, ιδρυτή του βασιλείου της Αιγύπτου.
Επέστρεφε
- Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
- αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
- όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
- κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
- όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
- κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
- Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
- όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
Φωνές
Το ποίημα «Φωνές» γράφτηκε το 1904. Ανήκει στα συμβολικά καβαφικά ποιήματα και έχει ως βασικό θέμα του τη λειτουργία της μνήμης. Διαπνέεται από νοσταλγική λυρική διάθεση για αγαπημένα πρόσωπα και εμπειρίες του παρελθόντος.
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε· Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, τόμ. 1, Ίκαρος |