Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

46-(Χρήστος Λεττονός)-Κωνσταντίνος Καβάφης και Καλλιτέχνες!

----------------------------------------------------------------
Τελευταία Επέμβαση (!) Τακτοποίησης, Τροποποίησης, Προσθήκης κλπ Διόρθωσης : 16-08-2023

από http://www.youtube.com/watch?v=9puxoJ1f6YU&feature=related

Ο Σον Κόνερι απαγγέλει την Ιθάκη του Καβάφη

---------------------------------------------------------------
Μετάφραση-ἀπὸδοση στὰ ἑλληνικά ἀπὸ www.agiazoni.gr

O Sean Connery απαγγέλει την Ιθάκη του Καβάφη σε μουσική υπόκρουση Παπαθανασίου.
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΙΘΑΚΗ (1911)

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Πηγή βίντεο : babylonianman
-----------------------------------------------------------------------
από http://www.youtube.com/watch?v=1aFTuH1lwjM
από https://www.youtube.com/watch?v=1zJ5YC7gq7s
από https://www.youtube.com/watch?v=EbB4N_IHN5I
από https://www.youtube.com/watch?v=MYPLHqLiz2w
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη - Ιθάκη
---------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------
Κ. Π. Καβάφης - Ιθάκη
απαγγέλει η Έλλη Λαμπέτη
----------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------
 Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
 να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
 γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
 Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
 τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
 τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
 αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
 συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
 Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
 τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
 αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
 αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
 Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
 που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
 θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
 να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
 και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
 σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
 και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
 όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
 σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
 να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
 Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
 Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
 Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
 και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
 πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
 μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
 Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
 Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
 Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
 ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

ITHAKA

 As you set out for Ithaka
 hope your road is a long one,
 full of adventure, full of discovery.
 Laistrygonians, Cyclops,
 angry Poseidon - don't be afraid of them:
 you'll never find things like that one on your way
 as long as you keep your thoughts raised high,
 as long as a rare excitement
 stirs your spirit and your body.
 Laistrygonians, Cyclops,
 wild Poseidon - you won't encounter them
 unless you bring them along inside your soul,
 unless your soul sets them up in front of you.

 Hope your road is a long one.
 May there be many summer mornings when,
 with what pleasure, what joy,
 you enter harbours you're seeing for the first time;
 may you stop at Phoenician trading stations
 to buy fine things,
 mother of pearl and coral, amber and ebony,
 sensual perfumes of every kind -
 as many sensual perfumes as you can;
 and may you visit many Egyptian cities
 to learn and go on learning from their scholars.

 Keep Ithaka always in your mind.
 Arriving there is what you're destined for.
 But don't hurry the journey at all.
 Better if it lasts for years,
 so you're old by the time you reach the island,
 wealthy with all you've gained on the way,
 not expecting Ithaka to make you rich.

 Ithaka gave you the marvellous journey.
 Without her you wouldn't have set out.
 She has nothing left to give you now.
 And if you find her poor, Ithaka won't have fooled you.
 Wise as you will have become, so full of experience,
 you'll have understood by then what these Ithakas mean

Constantine P. Cavafy
----------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------
.....το σπίτι αυτού του καταπληκτικού ποιητή!
----------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------
Έλλη Λαμπέτη - Ιθάκη

ποίηση : Κ.Π.Καβάφη | μουσική : The Troublemakers | ανάγνωση : Έλλη Λαμπέτη | μουσική επιμέλεια : Τάσος Σταυρόπουλος | φωτογραφία : Χρήστος Παπακίτσος

ακούγονται αποσπάσματα με τη φωνή της Έλλης Λαμπέτη από το δίσκο "Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη"
σε μουσική των Toublemakers από τον δίσκο "Doubts & Convictions"

ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ - ΙΘΑΚΗ

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
----------------------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=volc4XZq4mo
 
Η Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" - Έλλη Λαμπέτη
---------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------
Ποίηση: Κωνσταντίνος Καβάφης
Απαγγελία: Έλλη Λαμπέτη
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
(1911)
---------------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=30XdnX2f63U
 
Η Έλλη Λαμπέτη Απαγγέλει Καβάφη
---------------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
Η Έλλη Λαμπέτη καλεσμένη το 1976 στην εκπομπή του συνθέτη Δημήτρη Λέκκα, του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, απαγγέλει ποιήματα του αγαπημένου της ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, σε μία εξαιρετικά σπάνια ηχογράφηση.

Η έκπληξη που της επιφύλασσε ο οικοδεσπότης της εκπομπής ήταν η συνοδεία φλάουτου από την Στέλλα Γαδέδη.

Η ιδέα την ξάφνιασε ευχάριστα και άρχισε να αυτοσχεδιάζει, να συνομιλεί, να παίζει με το φλάουτο.
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=tW-jzCa_wDw
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη

Κωνσταντίνος Καβάφης - Ζωγραφισμένα 1915

---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2010/04/blog-post_3223.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
«Ζωγραφισμένα»

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί˙ τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πιά για να το αποκοιμίσει.-
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.

[1915]

Ο ποιητής που τιμά στα έργα του την Τέχνη της Ποιήσεως δείχνει σ’ αυτό το ποίημα την εκτίμηση που έχει εν γένει στην τέχνη, καθώς για εκείνον η καλλιτεχνική έκφραση αποτελεί την ιδανική μορφή αποτύπωσης των σκέψεων και επιθυμιών του καλλιτέχνη, ανεξάρτητα από τη μορφή της Τέχνης που υπηρετεί.
Στο «Ζωγραφισμένα» ο Καβάφης μας αποκαλύπτει μια ακόμη αγαπημένη του συνήθεια, που δεν είναι άλλη από το να απολαμβάνει έργα της ζωγραφικής τέχνης, ιδίως όταν αυτά συμπίπτουν με τη δική του έκφανση του ωραίου. Κι ενώ στον Καισαρίωνα μας παρουσιάζει τη διαδικασία που ακολουθεί κάποιες φορές για να φτάσει στην ποιητική έμπνευση, τη μελέτη δηλαδή της ιστορίας, εδώ μας μιλά για το πώς επιχειρεί μέσω της τέχνης να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που κάποτε αντιμετωπίζει με την ποιητική σύνθεση.
Αναλυτικότερα:
Η αρχική διατύπωση του ποιητή ότι αγαπά και προσέχει την εργασία του, έρχεται να προλάβει τις τυχόν αρνητικές εντυπώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει η δήλωση που θα ακολουθήσει ότι σήμερα δηλαδή δυσκολεύεται να δημιουργήσει κι αισθάνεται αποθαρρυμένος. Παράλληλα, με την αρχική αυτή διατύπωση, θέλει να δείξει με σαφήνεια ότι για εκείνον η ποιητική δημιουργία είναι μια απαιτητική εργασία στην οποία αφιερώνει πολύ χρόνο και προσπάθεια. Ο ποιητής θεωρεί ότι για να μπορέσει να προχωρήσει στην ποιητική σύνθεση θα πρέπει να βρίσκεται στην κατάλληλη διάθεση καθώς σε αντίθετη περίπτωση δε θα μπορέσει να δημιουργήσει τέχνη εξαιρετικής ποιότητας οπότε δεν υπάρχει όφελος να πιέζει τον εαυτό του. Ο Καβάφης άλλωστε ποτέ δεν καταφεύγει στην ευκαιριακή έμπνευση και ποτέ δεν παρουσιάζει κάποιο ποίημα προτού να το επεξεργαστεί σε μεγάλο βαθμό, άρα για τον ποιητή η δημιουργία οφείλει να γίνεται πάντοτε υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.
Ο άσχημος καιρός, επομένως, που ου προκαλεί δυσθυμία, καθώς κι η δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ποιητής να επιτύχει την ιδανική διατύπωση τον αποθαρρύνουν από την ποιητική σύνθεση και του δημιουργούν την επιθυμία να δει κάτι, παρά να πει – να γράψει δηλαδή – ο ίδιος κάτι δικό του. Για το λόγο αυτό ο ποιητής στρέφεται σ’ ένα ζωγραφικό πίνακα που δείχνει ένα ωραίο αγόρι να κοιμάται κοντά σε μια βρύση. Η εικόνα του ωραίου εφήβου, κι εν γένει του ωραίου αγοριού, αποτελεί βασική θεματική στην ποίηση του Καβάφη, καθώς στη μορφή του εφήβου βρίσκει την εξιδανικευμένη της έκφραση η ερωτική επιθυμία του ποιητή. Ο ποιητής έλκεται από τη μορφή του ωραίου αγοριού και παράλληλα μας υποδηλώνει την όμορφη ατμόσφαιρα που έχει αποτυπωθεί στο ζωγραφικό πίνακα. Ένα θείο μεσημέρι, με ζεστό καιρό και μια εικόνα καλοκαιρού που έρχονται σε αντίθεση με τον καιρό που επικρατεί για τον ποιητή, υποδηλώνουν μια γενικότερη αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που ζει ο ποιητής, σε αυτό που επιχειρεί να αποτυπώσει στους στίχους του και σ’ αυτό που τελικά βλέπει και θαυμάζει στη ζωγραφιά. Όσα δηλαδή θα ήθελε ο ποιητής να ζει αλλά και να εκφράσει εκείνη τη μέρα στην ποίησή του τα βλέπει τώρα ζωγραφισμένα και δεν μπορεί παρά να μείνει εκεί για ώρα να θαυμάσει την ομορφιά και την τελειότητα της μορφής του αγοριού, τη ζεστασιά που αποπνέει ο καιρός και εν τέλει την ιδανική αποτύπωση που έχει πετύχει ο ζωγράφος με το έργο του.
Ο ποιητής αδυνατεί να πετύχει τη δική του διατύπωση, τη δική του δημιουργία, αλλά δεν απογοητεύεται καθώς βρίσκει όσα εκείνος δεν μπόρεσε να εκφράσει, ζωγραφισμένα μπροστά του, με τόση τελειότητα, ώστε να παρασύρεται σε μια πολύωρη θέαση μιας οπτασίας που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η δική του οπτασία και όχι του ζωγράφου. Μένει εκεί να θαυμάζει τη ζωγραφιά του ωραίου αγοριού και αισθάνεται ως λάτρης της τέχνης, ότι βρίσκει την ξεκούραση, βρίσκει την αναγκαία αποστασιοποίηση από τη δική του τέχνη, μέσα στην τέχνη κάποιου άλλου. Κι αυτό το συναίσθημα ο ποιητής το εκφράζει με τον τελευταίο στίχο του ποιήματος, που παραμένει ένας από τους πλέον γνωστούς στίχους του:

Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=bw0-Ib920uA
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Τρώες 1905
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2012/05/blog-post_16.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
 «Τρώες»

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει. –


Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε. 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημα Τρώες αντικρίζει τη δυσκολία της ανθρώπινης ζωής σε όλη της την τραγικότητα, παρομοιάζοντας την καθημερινή πάλη των ανθρώπων με τον αγώνα των Τρώων. Το δεδομένο της ήττας των Τρώων υποβάλλει εξαρχής την ιδέα της αναπόφευκτης αποτυχίας, αποδίδοντας έτσι την επώδυνη αλήθεια της ζωής πως οι άνθρωποι, όσο κι αν παλέψουν, θα καταβληθούν στο τέλος απ’ τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες της ζωής.
Είναι βέβαια σαφής η διάθεση απαισιοδοξίας που κυριαρχεί στο ποίημα, το οποίο, αν και δε θα πρέπει να θεωρηθεί πως εκφράζει έναν θεμιτό τρόπο θέασης της πραγματικότητας, αποδίδει ωστόσο με ακρίβεια τη συνήθη πορεία της ζωής πολλών ανθρώπων.
Συνάμα, ο ποιητής τονίζει πως οι άνθρωποι μπροστά στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής δειλιάζουν και τρέπονται σε φυγή. Μια εικόνα εξαιρετικά αρνητική, ίσως ακόμη κι ενοχλητική, η οποία όμως εμπεριέχει την ασχήμια κάθε δύσκολης αλήθειας. Όσο κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν πως είναι αρκετά δυνατοί κι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κάθε δυσκολία, στην πραγματικότητα η ζωή κατορθώνει να τους λυγίσει.

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Ο ποιητής χρησιμοποιώντας α΄ πληθυντικό πρόσωπο στην αφήγησή του συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του στους «συφοριασμένους» ανθρώπους που μάταια πασχίζουν ν’ αποφύγουν τη δεδομένη ήττα. Με τον τρόπο αυτό τα λεγόμενά του αποκτούν την αλήθεια, αλλά και τον υποκειμενισμό του προσωπικού βιώματος και της προσωπικής οπτικής.
Ο χαρακτηρισμός των ανθρώπων ως συφοριασμένων προκύπτει από τα ποικίλα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν, αλλά κι από τις απρόσμενες συμφορές που συχνά σαρώνουν τη ζωή τους. Ενδεικτικοί ως προς αυτό είναι κι οι στίχοι από το Β΄ στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή «οδέν ρπει θνατν βιότ πάμπολύ γ’ κτός τας» [ο βίος των θνητών καιρό δε σέρνεται πολύ έξω από της συμφοράς το μονοπάτι. (Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης)].
Με το σχήμα της επαναφοράς (οι δύο πρώτοι στίχοι ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο: είν’ η προσπάθειές μας) ο ποιητής στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη «προσπάθειες», η οποία εν τέλει χαρακτηρίζει συνολικά την ανθρώπινη ζωή, μιας κι οι άνθρωποι βρίσκονται διαρκώς σε μια διαδικασία προσπάθειας. Είτε πρόκειται για την επιβίωσή τους είτε για ό,τι ο καθένας αντιλαμβάνεται ως προσωπική του επιτυχία, οι άνθρωποι συνεχώς προσπαθούν να κατορθώσουν κάτι.

Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Οι πρώτες επιτυχίες στη ζωή κάθε ανθρώπου -οι οποίες δίνονται απ’ τον ποιητή με εκφράσεις που παραπέμπουν στην καθημερινή ομιλία του λαού «κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι παίρνουμ’ επάνω μας»-, αρκούν για να του προσφέρουν θάρρος και φυσικά την ελπίδα πως πρόκειται να καταφέρει όσα επιθυμεί.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, της ανθρώπινης φύσης ότι αρκεί η παραμικρή επιτυχία (κομμάτι), η παραμικρή αίσθηση επίτευξης, για να λάβει την αναγκαία ενθάρρυνση και ν’ αντικρίσει με αισιοδοξία το μέλλον.
Θα πρέπει να προσεχθεί η χρήση της λέξης «κομμάτι» απ’ τον ποιητή, που σκοπίμως παρουσιάζει ως μικρά τα επιτεύγματα των ανθρώπων, όχι μόνο γιατί στους ανθρώπους αρκεί η ελάχιστη επιτυχία για να γεμίσουν αισιοδοξία, αλλά κυρίως γιατί στα περιορισμένα μέτρα της ανθρώπινης ζωής δεν υπάρχουν τα περιθώρια για σημαντικά κατορθώματα.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει. –

Η θετική, όμως, όψη της πραγματικότητας δε διαρκεί πολύ, καθώς όπως επισημαίνει ο ποιητής πάντοτε κάτι προκύπτει που διακόπτει την ελπιδοφόρα διάθεση των ανθρώπων. Τα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν, ανά πάσα στιγμή, στη ζωή κάθε ανθρώπου είναι πολλών ειδών, είτε πρόκειται για προβλήματα οικονομικά είτε υγείας είτε ακόμη και προσωπικής φύσης. Επειδή, βέβαια, η οικονομία του ποιήματος δε θα επέτρεπε μια τέτοιου είδους καταγραφή, όλα τα πιθανά προβλήματα λαμβάνουν υπόσταση με την εμφάνιση του Αχιλλέα. Ο ομηρικός ήρωας, δηλαδή, συμβολίζει τις ποικίλες δυσκολίες της ζωής, οι οποίες αναχαιτίζουν τις προσπάθειες των ανθρώπων, όπως ακριβώς ο πανίσχυρος ήρωας προκαλούσε με την εμφάνισή του πανικό στους Τρώες και τους καθήλωνε.

Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Η τρίτη στροφή του ποιήματος ακολουθεί μετά από μια επιβεβλημένη παύση στην ανάγνωση, όπως αυτή προκύπτει απ’ το διπλό διάκενο που τη χωρίζει από την προηγούμενη στροφή και που ουσιαστικά χωρίζει το ποίημα σε δύο διακριτές ενότητες.
Ο αρχικός στίχος της στροφής αυτής αποτελεί επανάληψη του δεύτερου στίχου της πρώτης στροφής, λειτουργώντας ως συνεκτικός δεσμός μεταξύ των δύο ενοτήτων του ποιήματος και συνεχίζοντας παράλληλα την αναλογία ανάμεσα στις προσπάθειες των τωρινών ανθρώπων και τις προσπάθειες των Τρώων.
Οι προσπάθειες των ανθρώπων είναι καταδικασμένες, σχολιάζει ο ποιητής, όπως ακριβώς αυτές των Τρώων. Οι άνθρωποι συχνά θεωρούν πως αν δείξουν αποφασιστικότητα και μεγάλη τόλμη, θα μπορέσουν να αλλάξουν την πορεία της τύχης τους, και γι’ αυτό αποφασίζουν να αγωνιστούν. Όμως η αποφασιστικότητα αυτή εμφανίζεται μόνο μπροστά στις μικρές δυσκολίες της ζωής.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όταν οι άνθρωποι έρθουν αντιμέτωποι με τις μεγάλες δυσκολίες, με τη μεγάλη κρίση, τότε χάνουν και την τόλμη και την αποφασιστικότητά τους. Η ψευδαίσθηση ψυχραιμίας και θάρρους που υπήρχε μπροστά στα μικρά προβλήματα διαλύεται απέναντι στα σημαντικά ζητήματα κι οι άνθρωποι αποζητούν τη σωτηρία στη φυγή.
Η εικόνα πανικού που επικράτησε στην Τροία κατά την τελική επίθεση των Ελλήνων, αποδίδει τον πανικό και την άτακτη φυγή των ανθρώπων μπροστά στις απρόσμενες, μα και αναπόφευκτες, μεγάλες δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε. 

Εντούτοις, παρά τις σπασμωδικές κινήσεις των ανθρώπων η πτώση, η καταστροφή, είναι δεδομένη. Κι όπως ο Πρίαμος κι η Εκάβη θρηνούσαν για την απώλεια του Έκτορα και για την επερχόμενη ήττα των Τρώων, έτσι και τα αισθήματα και οι αναμνήσεις της πρότερης ευτυχισμένης ζωής κλαίνε για την αναπόδραστη καταστροφή του κάθε ανθρώπου. [Οι αναμνήσεις και τα αισθήματα είναι τα υποκείμενα του ρήματος κλαίνε.]
Ο Καβάφης παρουσιάζει σ’ αυτό το ποίημα, όχι μόνο μια απαισιόδοξη εικόνα για την πορεία της ανθρώπινης ζωής, αλλά και μια εξαιρετικά αρνητική εικόνα για το ψυχικό σθένος των ανθρώπων, οι οποίοι εμφανίζονται αδύναμοι να διαχειριστούν τις μεγάλες κρίσεις και τα σημαντικά προβλήματα. Όπως, είναι εύλογο, οι διαπιστώσεις αυτές του ποιητή δεν έχουν καθολική ισχύ, αποδίδουν όμως με ακρίβεια τη ζωή και τη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων.
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=cxzDbwX_ekE
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Επιθυμίες 1904
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2011/05/blog-post_15.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
«Επιθυμίες»

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τα ‘κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Για τον Καβάφη η αναπόληση του παρελθόντος και η μεταμέλεια για τις ευκαιρίες απόλαυσης που έμειναν ανεκμετάλλευτες, αποτελούν συχνές θεματικές στην ποίησή του. Η αυτοσυγκράτηση του ποιητή και η σκέψη του ότι υπάρχει ακόμη καιρός για τις ηδονές, του στέρησαν τη δυνατότητα να γευτεί ερωτικές εμπειρίες για τις οποίες, τώρα πια που ο χρόνος πέρασε, μετανιώνει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης παρουσιάζει τις επιθυμίες, η θέασή τους ως χαμένες ευκαιρίες, λειτουργεί όχι μόνο ως δήλωση μεταμέλειας από τη μεριά του ποιητή, αλλά και ως κάλεσμα για τον αναγνώστη να μην κάνει το ίδιο λάθος. Ο αναγνώστης οφείλει, μέσα από την πικρή εμπειρία του ποιητή, να αντιληφθεί την ιδιαίτερη σημασία που έχει η αξιοποίηση του παρόντος. Ο ποιητής είναι σαφής, ό,τι δεν το απολαύσουμε έγκαιρα, όχι μόνο δεν ξεχνιέται, αλλά παραμένει στη σκέψη μας ως ένα μόνιμο παράπονο.
Η εικόνα που δημιουργεί ο Καβάφης μέσα από την εκτενή παρομοίωση του ποιήματος αποκαλύπτει την ισχυρή κυριαρχία της μνήμης στην ηλικία του απολογισμού. Όταν πια ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να πράξει, δεν του μένει παρά να αναπολεί το παρελθόν και να μετανιώνει για όσα μπορούσε να κάνει, αλλά δεν τόλμησε ή θεώρησε ότι δεν επείγουν.
Οι επιθυμίες που δεν ικανοποιήθηκαν μοιάζουν με ωραία σώματα νεκρών που δεν γέρασαν, μας λέει ο ποιητής, δηλώνοντας πως όσα ποθήσαμε παραμένουν στη μνήμη μας σταθερά με την πρώτη τους ομορφιά, αναλλοίωτα από το πέρασμα του χρόνου. Μπορεί εμείς να βιώνουμε τη φθορά του χρόνου, αλλά οι ανικανοποίητες επιθυμίες μας παραμένουν πάντοτε στη μνήμη μας όπως τις είχαμε πρωτοαντικρίσει ακμαίες και ποθητές.
Το ποίημα βασίζεται στην εκτεταμένη παρομοίωση των επιθυμιών που δεν εκπληρώθηκαν με ωραία σώματα νεκρών που παραμένουν αγέραστα. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής παρουσιάζει αφενός τη μόνιμη συγκράτηση των επιθυμιών αυτών στη μνήμη του ανθρώπου κι αφετέρου την -αθέλητη, αλλά ισχυρή-  τάση της μνημονικής διαδικασίας για εξιδανίκευση του παρελθόντος. Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες δεν παραμένουν απλώς στη μνήμη μας με την πρώτη τους ομορφιά, αλλά στολίζονται «με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά». Η μνήμη των ανθρώπων έχει την τάση να εξωραΐζει τις εμπειρίες του παρελθόντος και ιδίως εκείνες που απέμειναν απλές επιθυμίες, χωρίς να βιωθούν, καθώς αφήνουν πολλά περιθώρια για την πιθανή εξέλιξή τους. Η μνήμη αφαιρεί τους δισταγμούς της στιγμής και τους λόγους για τους οποίους η επιθυμία δεν έφτασε στην πραγμάτωσή της και της προσδίδει όλη εκείνη την ομορφιά που θα είχε η πιθανή και ιδανική εκπλήρωσή της.
Το 1904 που γράφεται το ποίημα αυτό, ο ποιητής στα 41 του χρόνια, έχει ήδη διαγνώσει την πολύτιμη αξία της τέχνης του. Η ποίηση λειτουργεί ως άριστο μέσο απαθανάτισης κάθε ομορφιάς που αντίκρισε και κάθε πόθου που αισθάνθηκε ο ποιητής. Το λαμπρό μαυσωλείο στο οποίο τοποθετούνται τα ωραία σώματα δεν είναι άλλο από τους στίχους του ίδιου του ποιητή. Μέσα στα ποιήματα, άλλωστε, του Καβάφη θα βρουν καταφύγιο και θα διασωθούν από το πέρασμα του χρόνου πολλά ηδονικά πρόσωπα και σώματα που ο ποιητής είχε την ευκαιρία να θαυμάσει ή ακόμη και να απολαύσει στα χρόνια της νεότητάς του. Η ποίηση, επομένως, λειτουργεί όχι μόνο ως μέσο έκφρασης προβληματισμών ή επιθυμιών, αλλά και ως μέσο διαφύλαξης των πιο πολύτιμων αναμνήσεων και εμπειριών του ποιητή. Η φευγαλέα και εύθραυστη ομορφιά της νιότης, θα βρει στους στίχους του ποιητή το ιδανικό της «μαυσωλείο». 
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=CVZnvesN6J4
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ωραία Λουλούδια Κι Ασπρα Ως Ταίριαζαν Πολύ
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=780

Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ

Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.—

Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε·

«Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά

είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά.

Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ

να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.»

Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι

μεταξωτά μαντίλια.— Για να τον ξαναπάρει

εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες.

Ήλθε ξανά μαζί του για τες είκοσι λίρες·

μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παλιά φιλία,

για την παλιάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.—

Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παλιόπαιδο σωστό·

μια φορεσιά μονάχα τού είχε κάμει, και

με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια.

Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές,

και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντίλια,

και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια.

Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί.

Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν.

Στην πτωχική του κάσα τού έβαλε λουλούδια,

ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ

στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια.

Όταν το βράδυ επήγεν — έτυχε μια δουλειά,

μια ανάγκη του ψωμιού του — στο καφενείον όπου

επήγαιναν μαζί: μαχαίρι στην καρδιά του

το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.

 

[1929*]

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=BYhpUzUJ0Z8
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
 Κωνσταντίνος Καβάφης - Δύο Νέοι, 23 Εως 24 Ετών 1927
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://el.wikisource.org/wiki/Δύο_νέοι,_23_έως_24_ετών

Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών

Δύο νέοι, 23 ἕως 24 ἐτῶν
Κωνσταντίνος Καβάφης


1927

Ἀπ’ τὲς δεκάμισυ ἤτανε στὸ καφενεῖον,
καὶ τὸν περίμενε σὲ λίγο νὰ φανεῖ.
Πῆγαν μεσάνυχτα— καὶ τὸν περίμενεν ἀκόμη.
Πῆγεν ἡ ὥρα μιάμισυ ˚ εἶχε ἀδειάσει
τὸ καφενεῖον ὁλοτελῶς σχεδόν.
Βαρέθηκεν ἐφημερίδες νὰ διαβάζει
μηχανικῶς. Ἀπ’ τὰ ἔρημα, τὰ τρία σελίνια του
ἔμεινε μόνον ἕνα: τόση ὥρα ποὺ περίμενε
ξόδιασε τ’ ἄλλα σὲ καφέδες καὶ κονιάκ.
Κάπνισεν ὅλα του τὰ σιγαρέτα.
Τὸν ἐξαντλοῦσε ἡ τόση ἀναμονή. Γιατί
κιόλας μονάχος ὅπως ἦταν γιὰ ὧρες, ἄρχισαν
νὰ τὸν καταλαμβάνουν σκέψεις ὀχληρὲς
τῆς παραστρατημένης του ζωῆς.

Μὰ σὰν εἶδε τὸν φίλο του νὰ μπαίνει— εὐθὺς
ἡ κούρασις, ἡ ἀνία, ἡ σκέψεις φύγανε.

Ὁ φίλος του ἔφερε μιὰ ἀνέλπιστη εἴδησι.
Εἶχε κερδίσει στὸ χαρτοπαικτεῖον ἑξήντα λίρες.

Τὰ ἔμορφά τους πρόσωπα, τὰ ἐξαίσιά τους νειάτα,
ἡ αἰσθητικὴ ἀγάπη ποὺ εἶχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
ἀπ’ τὲς ἑξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.

Κι ὅλο χαρὰ καὶ δύναμις, αἴσθημα κι ὡραιότης
πήγαν— ὄχι στὰ σπίτια τῶν τιμίων οἰκογενειῶν τους
(ὅπου, ἄλλωστε, μήτε τοὺς θέλαν πιά):
σ’ ἕνα γνωστό τους, καὶ λίαν εἰδικό,
σπίτι τῆς διαφθορᾶς πήγανε καὶ ζητῆσαν
δωμάτιον ὕπνου, κι ἀκριβὰ πιοτά, καὶ ξαναήπιαν.

Καὶ σὰν σωθῆκαν τ’ ἀκριβὰ πιοτά,
καὶ σὰν πλησίαζε πιὰ ἡ ὥρα τέσσερες,
στὸν ἔρωτα δοθῆκαν εὐτυχεῖς.

 
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=ZtRRAN-SoHY
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Απ' Τες Εννιά 1918
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2011/12/blog-post.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
«Απ’ τες εννιά»

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Το «Απ’ τες εννιά» είναι ένα ποίημα αναπόλησης, στο οποίο συναντάμε τις προσφιλέστερες θεματικές των εξομολογητικών εκείνων ποιημάτων που συνιστούν τα πιο προσωπικά  και πιο θερμά του Κωνσταντίνου Καβάφη. Το πέρασμα του χρόνου, η μοναξιά κι οι έρωτες του παρελθόντος, διαπλέκονται αρμονικά σε μια σύνθεση που αρχίζει χαμηλόφωνα και διστακτικά, για να καταλήξει σε μια αιφνίδια διεύρυνση που αιχμαλωτίζει τη σκέψη του αναγνώστη.

«Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.»

Το ποίημα ξεκινά με τους δείκτες του ρολογιού να δείχνουν δώδεκα και μισή, όταν δηλαδή έχει ήδη ολοκληρωθεί η πορεία της μνημονικής ανάκλησης. Έτσι, ο ποιητής για να μας καταστήσει μετόχους των συλλογισμών του, μας διηγείται τι μεσολάβησε από τις εννιά που βρέθηκε ολομόναχος στο σπίτι του.
Η έλλειψη συντροφιάς, που δίνεται εμφατικά από τον ποιητή (κατάμονος), και η απουσία διάθεσης για διάβασμα, του παρέχουν την ευκαιρία να αφεθεί στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Για τον Καβάφη, άλλωστε, οι στιγμές της μοναχικής αναπόλησης αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του μονήρη βίου του και συνάμα ιδανικό πλαίσιο για τη δημιουργία του ποιητικού του έργου.

«Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!»

Απ’ τις εννιά που ο ποιητής ανάβει τη λάμπα, προβάλλει εμπρός του το είδωλο του νέου σώματός του. Οι δύο αυτές εικόνες/στίχοι (Το είδωλον του νέου σώματός μου, /απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα) επαναλαμβάνονται δύο φορές στο ποίημα, τονίζοντας με την επανάληψή τους σημαντικά νοηματικά σημεία. Η αναμμένη λάμπα υποδηλώνει πως η διαδικασία αναπόλησης γίνεται ενώ ο ποιητής βρίσκεται σε εγρήγορση. Όσα θα ακολουθήσουν γίνονται με συνειδητή συμμετοχή του ποιητή και δεν αποτελούν κάποιο όνειρο ή φαντασίωση. Από την άλλη, το είδωλο του νέου σώματός του, που επαναφέρει στη σκέψη του ο ποιητής, εκφράζει τη σταθερή επιθυμία του να θυμάται τον εαυτό του απαλλαγμένο από τη φθορά του χρόνου, όταν στην πλήρη νεότητά του είχε ακόμη μερίδιο από τις απολαύσεις που έχει να προσφέρει η ζωή.
Με τη βοήθεια, λοιπόν, του νεανικού του σώματος, που είναι συνδεδεμένο με όλες τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος, ο ποιητής ξεκινά μια νοσταλγική αναδρομή. Πρώτος σταθμός οι κλειστές αρωματισμένες κάμαρες, όπου ο ποιητής είχε την ευκαιρία στα νεανικά του χρόνια να ζήσει την τολμηρή εκείνη ηδονή, που έμεινε έκτοτε μια σταθερή πηγή έμπνευσης και ικανοποίησης για τον ποιητή.

«Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.»

Έπειτα, περνούν μπροστά απ’ τα μάτια του οι δρόμοι της πόλης του, της Αλεξάνδρειας, που έχουν πια αλλάξει τελείως. Τα κέντρα που κάποτε γέμιζαν με κόσμο, τα θέατρα και τα καφενεία που σύχναζε παλιά, τώρα έχουν κλείσει. Το πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει, όχι μόνο τον ποιητή, αλλά και την πόλη του. Τα μέρη που τότε αποτελούσαν κομμάτι της καθημερινής του ρουτίνας, έχουν πια χαθεί, μαζί με τα ανέμελα και ηδονικά χρόνια της νεότητάς του.

«Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά∙
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.»

Το είδωλο του νεανικού του σώματος όμως, δεν του θυμίζει μόνο την ηδονή και τις διασκεδάσεις, φέρνει μαζί του και τα λυπητερά γεγονότα της ζωής του. Απώλειες μελών της οικογένειας, χωρισμούς με αγαπημένα πρόσωπα, και φυσικά τα συναισθήματα εκείνων που πέθαναν, τα οποία δεν είχε εκτιμήσει όσο έπρεπε τότε που είχε ακόμη την ευκαιρία. Συναισθήματα αγάπης συγγενών και φίλων που θεωρήθηκαν δεδομένα και ουδέποτε έλαβαν την εκτίμηση που τους έπρεπε.
Ο ποιητής ανατρέχοντας στο παρελθόν του και θυμούμενος όσα του προσέφεραν κάποτε απόλαυση κι όσα του προκάλεσαν θλίψη, δεν επιχειρεί έναν ανώφελο απολογισμό, καθώς γνωρίζει πως όλα αυτά έχουν πια περάσει ανεπιστρεπτί. Εκείνο που διαπιστώνει ο ποιητής είναι πόσο γρήγορα πέρασε η νεότητά του, πόσο γρήγορα βρέθηκε κατάμονος στο σπίτι του, χωρίς να μπορεί πια να κάνει τίποτε περισσότερο απ’ το να θυμάται και να νοσταλγεί. Για τον ποιητή δεν έχει σημασία αν βαρύνουν περισσότερο οι χαρές ή οι λύπες, αλλά το γεγονός πως τα χρόνια που μπορούσε να ζει με την τόλμη που πάντοτε ήθελε: «και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!», έχουν πια παρέλθει. Η έννοια της ζωής, για τον Καβάφη, ταυτίζεται με τη νεότητα κι εκείνο που έχει πραγματική αξία είναι να βιωθούν τα χρόνια της νεότητας σε όλη τους την πληρότητα, προτού να είναι αργά.
Το δίστιχο, επομένως, που κλείνει το ποίημα, παρ’ όλο που μοιάζει με την κατάληξη ενός αμιγώς προσωπικού απολογισμού, δεν είναι παρά το παραινετικό μήνυμα του ποιητή προς τους αναγνώστες του. Με τρόπο διακριτικό, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό, ο Καβάφης μας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει τίποτε το στατικό στη ζωή, όλα περνούν και περνούν γρηγορότερα απ’ ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε.

«Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.»
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=jM2VkCKG-T4
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Μέρες Του 1908 1932
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2016/03/1908.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
 «Μέρες του 1908»

Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.

Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.

Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.

Τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη που έχουν αμιγώς ή μερικώς ερωτικό περιεχόμενο και αναφέρονται στην εποχή του είναι συνήθως αφηγηματικά. Ο ποιητής αποδίδει περιστατικά του καθημερινού βίου ωραίων νέων, επισημαίνοντας είτε το πώς απολαμβάνουν τον ομόφυλο ερωτισμό τους είτε απλώς τονίζει την ξεχωριστή ομορφιά τους.

Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά∙
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.

Η εισαγωγική στροφή του ποιήματος χωρίς να μας δίνει κάποια άλλη πληροφορία για τον ήρωα -που θα παραμείνει τελικά ανώνυμος-, ξεκινά από το γεγονός ότι έμεινε άνεργος εκείνη τη χρονιά κι ήταν αναγκασμένος να ζει είτε βγάζοντας χρήματα από τα χαρτιά και το τάβλι είτε ζητώντας δανεικά. Η δεινή του οικονομική κατάσταση έχει ιδιαίτερη σημασία διότι θα επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο ζωής του, αφού η έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων θα τον καθηλώσει σε επουσιώδεις δραστηριότητες.

Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον του είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.

Ο ποιητής αποκαλύπτει προοδευτικά περισσότερα στοιχεία για τον ήρωα του ποιήματος που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα την προσωπικότητά του. Στα 25 του χρόνια, στην ακμή δηλαδή της νεότητάς του, κι ενώ έχει αρκετές γνώσεις, η μόνη επαγγελματική ευκαιρία που του προσφέρεται είναι το να εργαστεί ως υπάλληλος σ’ ένα χαρτοπωλείο με μισθό μόλις τρεις λίρες το μήνα. Ο νεαρός όμως απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη αυτή τη θέση, καθώς θεωρεί πως δεν είναι αντάξιά του. Ο μισθός είναι μηδαμινός και η ίδια η απασχόληση δεν ανταποκρίνεται στις γνώσεις και τις ικανότητές του. Επιλέγει, έτσι, να παραμείνει άνεργος ή καλύτερα άεργος, από το να καταδεχτεί μια θέση που τη θεωρεί κατώτερη των προσόντων του και ελάχιστα αποδοτική σε οικονομικό επίπεδο∙ στοιχείο, άλλωστε, που βαρύνει περισσότερο στην απόφασή του.

Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τι να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κ’ ήσαν.
Σπάνια το τάλληρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.

Η απόφασή του, βέβαια, να μην αποδεχτεί τη δουλειά που του προσφέρουν, έχει το δικό της τίμημα, αφού ο νεαρός ήρωας καταλήγει να βγάζει με δυσκολία δυο - τρία σελίνια την ημέρα. Όπως σχολιάζει ο αφηγητής, «τι να βγάλει το παιδί» από τα χαρτιά και το τάβλι, αφού στα καφενεία της σειράς του -της κοινωνικής του βαθμίδας-, τα λαϊκά, όσο κι αν έπαιζε έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς συμπαίκτες που μπορούσε σίγουρα να τους κερδίσει, δεν υπήρχε το περιθώριο για επικερδή στοιχήματα. Έτσι, τα κέρδη από τη χαρτοπαιξία και το τάβλι είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένα, ενώ ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση με τα δανεικά. Οι άνθρωποι της σειράς του, οι φίλοι του, δεν είχαν τη δυνατότητα να του δανείσουν πολλά. Είναι, άρα, ελάχιστες οι φορές που κατορθώνει να βρει κάποιον να του δανείσει ένα τάληρο, ενώ τις περισσότερες φορές διασφαλίζει μόλις μισό, και κάποτε ξεπέφτει ακόμη και στο σελίνι.

[Σελίνι, τάληρο: νομίσματα των 5 και των 20 γροσιών, δηλαδή 1/20 και 1/5 της λίρας.] 

Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλύτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.

Ο ποιητής, έχοντας παρουσιάσει με ιδιαίτερη παραστατικότητα τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο νέος στην προσπάθειά του να διασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για την επιβίωσή του, περνά σταδιακά σε ό,τι τον ενδιαφέρει περισσότερο. Στην ερωτική, δηλαδή, πτυχή της ιστορίας.
Ο νεαρός ήρωας, όποτε είχε την ευκαιρία, όποτε έβγαζε κάποια χρήματα και δεν χρειαζόταν να ταλαιπωρείται με το «φρικτό ξενύχτι» της χαρτοπαιξίας, φρόντιζε να απομακρύνεται από αυτόν τον τρόπο ζωής και να απολαμβάνει για καμιά εβδομάδα, κάποτε και για πιο πολύ, πρωινά μπάνια στη θάλασσα.

Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.

Όσο κυκλοφορούσε στην πόλη τα ρούχα του νέου ήταν σε άθλια κατάσταση, αφού φορούσε συνέχεια την ίδια φορεσιά∙ μια φορεσιά χρώματος κανελί, που είχε πια ξεθωριάσει πολύ. Εικόνα που αδικούσε σε μεγάλο βαθμό την ωραιότητα του νέου αυτού παιδιού.

A μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.

Εντούτοις, τις μέρες εκείνου του καλοκαιριού∙ τις μέρες του καλοκαιριού του 1908, η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά έλειψε από τη θέα τους, κατά τρόπο εξόχως καλαισθητικό, αποκαλύπτοντας σε όλη της την αρτιότητα την ομορφιά του νεαρού ήρωα.

Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τάβγαζε, που τάριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κ’ έμενε ολόγυμνος∙ άψογα ωραίος∙ ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του∙
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία.

Η θέα εκείνων των ημερών προσέφερε στον ποιητή την ευκαιρία να διαφυλάξει στους στίχους του την ιδανική εικόνα του νέου, όταν έβγαζε κι έριχνε από πάνω του τα ανάξια εκείνα ρούχα και τα μπαλωμένα εσώρουχα. Όταν πέταγε από πάνω του τα άθλια ρούχα του και έμενε ολόγυμνος, άψογα ωραίος∙ ένα θαύμα, που αποτελούσε το πιο έξοχο δείγμα του κάλλους και της ωραιότητας του γυμνού νεανικού ανδρικού σώματος.
Τα μαλλιά του αχτένιστα, ελαφρώς ανασηκωμένα, και τα μέλη του σώματός του λίγο ηλιοκαμένα από τη συνήθεια του νέου να κολυμπά γυμνός τα πρωινά και να εκτίθεται κατόπιν στο φως του ήλιου στην παραλία.

Αξίζει να προσεχτεί ο έξοχος τρόπος με τον οποίο ο ποιητής εκφράζει το θαυμασμό του για την ομορφιά του νέου∙ η προσοχή με την οποία παρουσιάζει σταδιακά το ξεγύμνωμα του ωραίου σώματος -που τόσο το αδικούσαν τα ανάξια ρούχα του-, μα και το σταδιακό κορύφωμα του επαίνου για την αρτιότητα της μορφής του.
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=lfhLyp651SM
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Μακρυά 1914
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2011/11/blog-post_25.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη  

«Μακρυά»

Θά ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω...
Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει –
γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...
Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδιά...
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια∙ ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
Α ναί, μαβιά∙ ένα σαπφείρινο μαβί.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο υπέροχο αυτό ποίημα καταγράφει με τρόπο ελλειπτικό μια από τις πρώτες ερωτικές του μνήμες. Η αδυναμία ανάκλησης λεπτομερειών λειτουργεί ενισχυτικά στην προσπάθεια του ποιητή να αποκρύψει την ταυτότητα του ερωτικού προσώπου, προσφέροντας έτσι ένα ποίημα που μεταδίδει κυρίως την υποβλητική ατμόσφαιρα του ερωτικού θαυμασμού και της επιθυμίας.
1η στροφή:
Η επιθυμία του ποιητή να μιλήσει για την ανάμνησή του αυτή προσκρούει στη λήθη που έχει επέλθει με την πάροδο των χρόνων. Έτσι, από την ιδιαίτερη αυτή εμπειρία των πρώτων εφηβικών χρόνων δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστες ψηφίδες.
Η μακρινή απόσταση από τη βίωση της εμπειρίας μέχρι τη στιγμή της ποιητικής της απόδοσης είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της καβαφικής μεθόδου, υπό την έννοια ότι ο ποιητής αφήνει πάντοτε το πέρασμα του χρόνου να σμιλέψει τις μνήμες του, προτού επιχειρήσει τη μετουσίωσή τους σε στίχους.
Η επιλογή, άλλωστε, του ποιητή να αποφεύγει την ποιητική δημιουργία υπό την άμεση επίδραση της εντύπωσης, είναι σύμφωνη και με το σχετικά αργοπορημένο ξεκίνημα της ποιητικής του παραγωγής. Στα νεανικά του χρόνια δόθηκε στις απολαύσεις, πλουτίζοντας τις ερωτικές του εμπειρίες και δημιουργώντας την κύρια πηγή της ποιητικής του έμπνευσης. Πληροφορία που μας την παρέχει ο ίδιος ο Καβάφης μέσα από τους στίχους του ποιήματος “Νόησις”: «Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο / μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου / σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.»
 2η στροφή:
Το δέρμα του αγαπημένου προσώπου ήταν λευκό και απαλό σαν να ήταν φτιαγμένο από γιασεμί. Μια πρώτη εικόνα που ανταποκρίνεται τόσο στην αίσθηση της όρασης όσο και της αφής. Εικόνα που συνοδεύεται από τον χρονικό προσδιορισμό της εμπειρίας: «Εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδιά...», ο οποίος όμως παραμένει έντεχνα ασαφής. Όλα έγιναν ένα βράδυ καλοκαιριού, χωρίς ο ποιητής να είναι βέβαιος αν επρόκειτο για αυγουστιάτικη βραδιά ή όχι.
Το λευκό και απαλό δέρμα, συνδυάζεται με τη γλυκιά ζέστη του καλοκαιριού κι ο ποιητής προχωρά στο πιο καίριο σημείο της ανάμνησής του, στα μάτια του αγαπημένου προσώπου. Προσπαθεί να θυμηθεί το χρώμα τους, διστάζει για λίγο, κι ύστερα η ανάμνησή τους έρχεται ξεκάθαρη, τα μάτια ήταν μαβιά, ένα σαπφείρινο μαβί. Βαθύ γαλάζιο χρώμα είχαν τα αγαπημένα μάτια και σ’ αυτά επικεντρώνεται κυρίως η ουσία της εμπειρίας αυτής, καθώς εκεί διακρίνει ο ποιητής όλη την ομορφιά και το ερωτικό κάλεσμα.
Μέσα σε λίγους στίχους ο ποιητής καθοδηγεί με τρόπο αριστοτεχνικό την αναδημιουργία της ερωτικής αυτής στιγμής, αρχίζοντας με το δέρμα του ερωτικού συντρόφου, διευρύνοντας αμέσως την εικόνα για να αποκαλυφθεί η θελκτική καλοκαιρινή νύχτα, κι ύστερα καταλήγει στα μάτια, στα βαθυγάλανα μάτια που έμειναν στη μνήμη του ακέραια, μ’ όλη τους την ομορφιά.
Ιδιαίτερη μνεία, επίσης, θα πρέπει να γίνει στη χρήση των αποσιωπητικών (τα περισσότερα που συναντάμε σε ποίημα του Καβάφη), τα οποία εκφράζουν τους δισταγμούς, αλλά και τη συνεχή προσπάθεια του ποιητή να θυμηθεί την ξεχωριστή εκείνη νύχτα.
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=AI3MWvurxNM
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ιασή Τάφος 1917
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://el.wikisource.org/wiki/wiki/Ιασή_Τάφος
 
Ιασή Τάφος
 
Κείμαι ο Ιασής ενταύθα. Της μεγάλης ταύτης πόλεως
ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά.
Μ’ εθαύμασαν βαθείς σοφοί· κ’ επίσης ο επιπόλαιος,
ο απλούς λαός. Και χαίρομουν ίσα και για

τα δυο. Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή,
η καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν. Διαβάτη,
αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή
του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη. 
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=h5ZDIDAqdmw
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Του Πλοίου 1919
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=724
 
Του πλοίου

Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
με το μολύβι απεικόνισίς του.

Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον Πέλαγος ολόγυρά μας.

Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός, κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό.

Απ’ τον Καιρό. Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παλιά —
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.


[1919*]
---------------------------------------------------------
από https://mandragoras-magazine.gr/το-πλοίο-του-κ-π-καβάφη-στο-ιόνιο/18386

Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη στο Ιόνιο

In Κριτική, Λογοτεχνία by mandragoras25 Απριλίου , 2022

Το ποίημα «Του πλοίου», 1919, του Κ.Π. Καβάφη αναφέρεται στη θάλασσα του Ιονίου όταν ο ποιητής, το καλοκαίρι του 1901, ταξίδεψε από την Πάτρα στην Ιταλία. Μετά από 18 χρόνια ένα ηδονικό βλέμμα του που έμεινε στη μνήμη του, από το ταξίδι του αυτό ―όπως γράφει στο ημερολόγιό του που κρατούσε― φαίνεται πως κατέληξε στο ποίημα «Του πλοίου». Αρχικός τίτλος «Το Ιόνιο πέλαγος»: Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή/ με το μολύβι απεικόνισίς του.// Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου/ ένα μαγευτικό απόγευμα./ Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας.// Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο./ Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός/ κι αυτό εφώτιζε την έκφρασή του./ Πιο έμορφος με φανερώνεται/ τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί από τον Καιρό.// Απ’ τον Καιρό. Ειν’ όλα αυτά τα πράγματα πολύ παληά / το σκίτσο και το πλοίο και το απόγευμα.

Αρχές της δεκαετίας του ’80 ένας παλαιοπώλης φίλος του Βασίλη Λαδά, του χάρισε ένα μονόφυλλο απ’ αυτά που δώριζε ο ποιητής στους θαυμαστές του, όπου ήταν τυπωμένο το ποίημα Του πλοίου με αύξοντα αριθμό 57, που είχε σβηστεί όμως με μαύρο μελάνι, από το χέρι του Καβάφη, και πάνω του είχε γραφτεί ο αριθμός 44 από το ίδιο το χέρι του ποιητή. Από το γεγονός αυτό ξεκινά την αφήγηση του ο Βασίλης Λαδάς στο βιβλίο του Το πλοίο του Κ. Π. Καβάφη. Το μονόφυλλο, όπως γράφει, το καδράρισε, το κρέμασε πάνω από το γραφείο του και σιγά σιγά συναισθημαποιήθηκε μαζί του έτσι που να νιώσει την ανάγκη να ασχοληθεί με το ταξίδι του Καβάφη, τους συνταξιδιώτες του, τον νέο του σκίτσου παρεμβάλλοντας όμως και δοκιμιακό λόγο για τη θάλασσα, την ηδονή, το Χρόνο τη μνήμη, όπως τα εκφράζει ο ποιητής παραθέτοντας γνώμες μελετητών, του Σεφέρη, του Γ.Π. Σαββίδη, του Στρατή Τσίρκα κ.ά και πολλά ποιήματα της μνήμης του Καβάφη. Επινόηση ή όχι η απόκτηση του μονόφυλλου δίνει ένα ρεαλιστικό πρόταγμα για το διπλό ταξίδι που επιχειρεί ο Λαδάς, αφενός στις δικές του μνήμες αφ’ ετέρου στις πηγές του ποιήματος «Του πλοίου», με μια εξομολογητική γραφή τόσο ως προς τον δικό του βίο όσο κι ως τον προς τον θαυμασμό του στην ποίηση του Αλεξανδρινού. Ένα αφήγημα που γράφτηκε στις μέρες του κορωνοϊού, Δεκέμβρη 2020, στηριγμένο όμως σε μεγάλο βαθμό στις ομιλίες του για τον Καβάφη στη δεκαετία του 1990 στην Πάτρα στο βιβλιοπωλείο της Πάτρας «Πολύεδρο», το γνωστό πανελληνίως για το γούστο του (να προσθέσω και για τις παρουσιάσεις ξεχωριστών ανθρώπων των γραμμάτων και τις άλλες εκδηλώσεις στον όμορφο κήπο του). Ακόμη ο Λαδάς, το 2003 στην Αλεξάνδρεια, στο σπίτι του ποιητή, στο πλαίσιο διημέρου ομιλιών για τον Καβάφη, ανέπτυξε το θέμα «Η φύση στην ποίηση του Καβάφη».

Στην ποίησή του ο Καβάφης αποφεύγει να αναφέρεται στη φύση, που τη θεωρεί ολιγόβιο πράγμα, στο ημερολόγιό του όμως δείχνει ενδιαφέρον και αγάπη γι αυτή. Όπως για τη φύση του Διακοφτού, που τη θαύμασε περνώντας με το τρένο. Τον συγκινεί επίσης η θέα του πατραϊκού κόλπου από τα Ψηλαλώνια στην Πάτρα και των βουνών της Ρούμελης από την προβλήτα του λιμανιού της πόλης, την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Του άρεσαν και τα βουνά της Αττικής, που τα είδε μετά από χρόνια όταν ταξίδεψε στην Αθήνα χτυπημένος από τον καρκίνο. Στο ημερολόγιό του σημειώνει και άλλα, άσχετα με τη φύση, που του έκαναν εντύπωση στην Πάτρα, όπως η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα και η Παντάνασσα.

Ο Βασίλης Λαδάς με τη σειρά του, γράφει για την Αλεξάνδρεια, όπου πήγε για την ομιλία του, για το σπίτι του ποιητή,, την οδό Καβάφη και την κίνηση στους δρόμους και τα μαγαζιά. Και βέβαια για την Υπατία, την Αλεξανδρινή φιλόσοφο, θύμα του φανατισμού των χριστιανών. Γράφει ακόμα για την Άμφισσα, τη Σεγδίτσα, τόπον καταγωγής (πιθανόν) του νέου του σκίτσου, όπως και για τον πρίγκιπα Νικόλαο, συνταξιδιώτη του Καβάφη στο ατμόπλοιο Scilla. Πολυπράγμων ο πρίγκιπας, έγραφε και θέατρο και πεζό ξεχασμένος τώρα, ενώ ο ανώνυμος ποιητής συνταξιδιώτης του είναι στα ύψη. Βρίσκει ακόμη την ευκαιρία με το ποίημα Του πλοίου να μιλήσει για την Πάτρα και το λιμάνι της και το Ιόνιο πέλαγος. Στην Πάτρα γεννήθηκε και ζει, διατηρεί πολλές αναμνήσεις, όπως το κολύμπι στο παλιό λιμάνι (βρώμικη παραλία αλλά ιερή) τις βροχές που έπεφταν συνέχεια τότε στην πόλη. Και τώρα (2020), σκέφτεται όλα αυτά, κλεισμένος μέσα σε αυτή την πόλη από την πανδημία και γράφει για τις μνήμες που ορίζουν τη ζωή μας, την αναζωογονητική λειτουργία της μνήμης των ηδονών, τονίζοντας ότι και «Του πλοίου» είναι ένα ποίημα μνήμης, μιας μισοξεχασμένης μνήμης. Και όλα αυτά και αρκετά άλλα τα παρουσιάζει ο Βασίλης Λαδάς πρωτότυπα χωρίς να ακολουθεί τον καθιερωμένο τρόπο γραφής, τον τρόπο που συνηθίζεται στα δοκίμια, αλλά αφήνοντας αρκετά ελεύθερο το συνειρμό των σκέψεών του με κάποια ίσως επιτήρηση που δε γίνεται εύκολα αντιληπτή. Αντιληπτό και πολύ μάλιστα γίνεται το ενδιαφέρον για τον Καβάφη και η αγάπη για την ποίησή του.

Αξίζει να σημειωθεί πως στο προτελευταίο κεφάλαιο («Περιμένοντας») ο Λαδάς εισέρχεται στη θεματική των φιλοσοφικών–πολιτικών ποιημάτων του Καβάφη συγκρίνοντας το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», πρώτη γραφή 1898, με το Περιμένοντας τον Γκοντό, 1948 του Μπέκετ. Παρατηρεί τις ομοιότητες των δύο έργων ως προς την θεματική της μάταιης αναμονής, αφενός κοινωνικών ομάδων για πολιτική αλλαγή (Καβάφης), αφετέρου υπαρξιακής σωτηρίας ατόμων (Μπέκετ) κι ως προς την μορφή τους, ως δρώμενα παραστάσεων δρόμου. Το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» επηρέασε πολύ τον δημόσιο λόγο, συγγραφείς και κινηματογραφιστές. Με βάση αυτά τα δύο έργα κι όσα υπό την επιρροή τους εγράφησαν στα τέλη του εικοστού αιώνα, ο Λαδάς ανατρέχει στη μνήμη του αιώνα αυτού ως ενός αιώνα που δεν έδωσε κοινωνική λύση ή ατομική σωτηρία. Ήταν ένας αιώνας παγκοσμίων πολέμων, ολοκαυτώματος, και στο τέλος του να άρχουν οι ίδιοι άνθρωποι που προξένησαν τους πολέμους και τις καταστροφές.

 Κώστας Ε. Αθανασόπουλος

*    BAΣIΛΗΣ ΛΑΔΑΣ Το πλοίο του Κ.Π. Καβάφη, Αφήγημα, σελ. 80, εκδ. «Μανδραγόρας», Νοέμβριος 2021, Σχέδιο εξωφύλλου: Σωτήρης Σόρογκας, ISBN 978-960-592-135-4 

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=ws_iW-5lQW0
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ετσι Πολύ Ατένισα 1917
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://el.wikisource.org/wiki/Ετσι_πολύ_ατένισα
 
Έτσι πολύ ατένισα
Γράμματα, Τόμ. 4, Αρ. 37 (1917)
 
Τὴν ἐμορφιὰ ἔτσι πολὺ ατένισα,
ποῦ πλήρης εἶναι αὐτῆς ἡ ὅρασίς μου.

Γραμμὲς τοῦ σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ἡδονικά.
Μαλλιὰ σὰν ἀπὸ ἀγάλματα ἑλληνικά παρμένα·
πάντα ἔμορφα, κι ἀχτένιστα σὰν εἶναι,
καὶ πέφτουν, λίγο, ἐπάνω στ' ἄσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα τῆς ἀγάπης, ὅπως τἄθελεν
ἡ ποίησίς μου....... μὲς στὲς νύχτες τῆς νεότητός μου,
μέσα στὲς νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα......
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=WTWNp27Ek94
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Τα Επικίνδυνα 1911
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2015/05/blog-post_26.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
«Τα Επικίνδυνα»  

Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)·
«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»

Ιστορικό πλαίσιο
Μετά το θάνατο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄ (Μέγας Κωνσταντίνος) το 337 μ.Χ., η εξουσία διαμοιράστηκε στους τρεις γιους του, τον πρωτότοκο Κωνσταντίνο Β΄, που πέθανε τρία χρόνια μετά, το 340 μ.Χ., στα 24 χρόνια του, τον Κωνστάντιο Β΄, που έλαβε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια, εκτός της Ιλλυρίας, και τον Κώνστα, τον μικρότερο γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που έλαβε το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας (Ιταλία, Αφρική, Ισπανία, Βρετανία, Γαλατία και Ιλλυρία). 
Ο Κωνστάντιος θα πεθάνει το 361 μ.Χ. ενώ ο Κώνστας ήδη από το 350 μ.Χ., το ποίημα επομένως τοποθετείται μεταξύ 337 και 350 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της συμβασιλείας των δύο γιών του Μεγάλου Κωνσταντίνου από τη δεύτερη γυναίκα του, Φαύστα.

Είπε ο Μυρτίας (Σύρος σπουδαστής
στην Aλεξάνδρεια· επί βασιλείας
αυγούστου Κώνσταντος και αυγούστου Κωνσταντίου·
εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων)·

Το ποίημα είναι ιστορικοφανές, καθώς, αν και εντάσσεται σε γνήσιο ιστορικό πλαίσιο, αφορά εντούτοις ένα μη πραγματικό πρόσωπο, τον Σύρο σπουδαστή Μυρτία.
Η επιλογή της χρονικής περιόδου, και ειδικότερα της συμβασιλείας των δύο γιων του Κωνσταντίνου, δεν είναι τυχαία, μιας και αντανακλά τον μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου και την αμφιταλάντευση ανάμεσα σε δύο κόσμους· τον χριστιανικό κόσμο της ασκητικής πνευματικότητας και τον κόσμο της εθνικής πολυθεϊστικής θρησκείας των σωματικών ηδονών.
Ο ήρωας του ποιήματος βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, και άρα στο χώρο ευθύνης του Κωνσταντίνου Β΄, όπου, αν και ο χριστιανισμός είχε γνωρίσει μεγαλύτερη διάδοση απ’ ό,τι στη ρωμαϊκή δύση, δεν είχε κατορθώσει εντούτοις να πλήξει σημαντικά τον αριθμό των εθνικών. Ο Κωνσταντίνος Β΄ προσπάθησε, βέβαια, να ενισχύσει και να στηρίξει τον χριστιανισμό, αλλά έχοντας προσχωρήσει στην αίρεση του αρειανισμού, λειτούργησε περισσότερο διχαστικά για τη νέα θρησκεία.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο Μυρτίας είναι «εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων» αποδίδει άριστα τη σύγχυση της μεταβατικής αυτής εποχής, κατά την οποία οι περισσότεροι κινήθηκαν στο πλαίσιο ενός αγαθού συγκρητισμού λαμβάνοντας και αναμειγνύοντας στοιχεία κι από τις δύο θρησκευτικές κατευθύνσεις. Το ειρωνικό, μάλιστα, «χριστιανίζων» έρχεται να επισημάνει πως ο Μυρτίας δεν είναι αμιγής χριστιανός· ιδίως αφού το αίτημα περί ασκητισμού της νέας θρησκείας προσκρούει στις βαθύτερες επιθυμίες του, και άρα δεν πρόκειται στην πραγματικότητα να αποτελέσει κατευθυντήρια γραμμή στη ζωή του. 
Το κάλεσμα του χριστιανισμού για συνειδητή αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις -που με τον καιρό κάλυψε με συναισθήματα ενοχής αυτή την πτυχή του ανθρώπινου βίου- αποτέλεσε για πολλούς εθνικούς πηγή έντονης δυσαρέσκειας.   

«Δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη,
εγώ τα πάθη μου δεν θα φοβούμαι σα δειλός.
Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω,
στες απολαύσεις τες ονειρεμένες,
στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες,
στες λάγνες του αίματός μου ορμές, χωρίς
κανέναν φόβο, γιατί όταν θέλω —
και θάχω θέλησι, δυναμωμένος
ως θάμαι με θεωρία και μελέτη —
στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω
το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό.»

Τα λόγια του νεαρού Μυρτία αποδίδουν με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη σταδιακή σύγχυση και τις συγκρουσιακές καταστάσεις που βίωσαν όσοι έχοντας άλλες καταβολές, προσπάθησαν να ακολουθήσουν ή έστω επηρεάστηκαν από τα κελεύσματα του χριστιανισμού. Η έντονη ερωτική επιθυμία που ωθεί τον νεαρό να αποζητήσει την πλήρη και χωρίς δισταγμούς σαρκική ικανοποίηση, προσκρούει αίφνης στην πρωτοκαθεδρία του πνεύματος έναντι του σώματος, που διακηρύχθηκε από τον χριστιανισμό. Η νέα θρησκεία όχι μόνο καταδικάζει τις σωματικές ηδονές, αλλά τις θεωρεί και ένδειξη αδύναμου χαρακτήρα, εφόσον ο άνθρωπος δείχνει ανήμπορος να καθυποτάξει και να χαλιναγωγήσει τις επιθυμίες του.
Το σώμα και οι δικές του ξεχωριστές ανάγκες μπαίνουν πλέον σε δεύτερη μοίρα, καθώς η επικοινωνία με το θείο δεν περνά, όπως παλαιότερα, μέσα από τελετές ερωτικής μύησης ή από λατρευτικές δοξασίες που αποθέωναν το σωματικό κάλλος. Ο νέος θεός ζητά προσευχή, αποστασιοποίηση από τα εγκόσμια, και φυσικά αποχή από τις σαρκικές ηδονές.
Η σκέψη, ωστόσο, του νεαρού Μυρτία στρέφεται αναπότρεπτα προς τα «επικίνδυνα» μονοπάτια των ερωτικών απολαύσεων, και μάλιστα των πιο τολμηρών ερωτικών επιθυμιών, κατά το πρότυπο του Καβάφη· όχι, όμως, πλήρως απαλλαγμένη από τις ενστάσεις του χριστιανισμού, που ωθούν τον νεαρό ήρωα να αναζητήσει δικλείδα ασφαλείας στην ενδυνάμωση του πνεύματος. Έτσι, -υπολογίζει- πως αφού θα έχει δυναμώσει το πνεύμα και την ψυχή του με θεωρία και μελέτη, θα μπορεί μετά να αφεθεί άφοβα στις λάγνες ορμές του αίματός του, καθώς οποιαδήποτε στιγμή απαιτηθεί θα είναι σε θέση, χάρη στο δυνάμωμα που θα του έχει προσφέρει η μελέτη, να επιστρέψει στην ασκητική αποχή, που θα επαναφέρει την αναγκαία διαύγεια της σκέψης.
Ο τίτλος του ποιήματος «Τα Επικίνδυνα» λειτουργεί ως προειδοποίηση και ως ειρωνεία απέναντι στις προθέσεις του νεαρού σπουδαστή, καθώς, όπως γνωρίζει καλά ο ποιητής, όταν συγκρούονται οι επιθυμίες του σώματος με το πνεύμα, το σώμα είναι εκείνο που υπερισχύει. Η ισορροπία, επομένως, που θεωρεί πως θα επιτύχει ο ήρωας είναι μάλλον ανέφικτη, μιας και από τη στιγμή που θα αφεθεί στις ηδονές του σώματος, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να επιστρέψει σε μιαν ασκητική θέαση της ζωής.
Το ζήτημα, άλλωστε, της εσωτερικής σύγκρουσης με τις επιθυμίες του σώματος το έχει πραγματευτεί ο Καβάφης και σε άλλα ποιήματα, όπως πολύ χαρακτηριστικά και στο γνωστό ποίημα «Ομνύει», -εδώ η σύγκρουση αφορά την ενοχική απόλαυση μιας «κατακριτέας» ερωτικής έκφανσης:

Ομνύει κάθε τόσο       ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Aλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα            με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της,      και με τες υποσχέσεις της·
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα              με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.


[ομνύει = ορκίζεται, κάνει τάμα] 
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=GnegfnIioEw
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Γκρίζα 1917
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=714
 
Γκρίζα

Κοιτάζοντας ένα οπάλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θα ’ναι είκοσι χρόνια πριν....

. . . . . . . . . . . . . .

Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ειδωθήκαμε.

Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.

[1917, 1917*]
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=7nmjPE-ReTw
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Η Πόλις 1910
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://odikosmaskavafis.wordpress.com/μαθητικη-ανθολογια/αναγνωρισμενα/η-πολισ-1894-1910/
 
Η ΠΟΛΙΣ [1894, 1910]
 
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
 
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=IgbQAGAGQc0
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ιθάκη 1911
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://odikosmaskavafis.wordpress.com/μαθητικη-ανθολογια/αναγνωρισμενα/ιθακη/
 
ΙΘΑΚΗ [1910, 1911]
 
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=RI3nwOyqOVU
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Μια Νύχτα 1915
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=684
 

Μια νύχτα

Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό. Αποκάτω
ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.

Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης —
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτ’ από τόσα χρόνια!,
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.


[1915*]
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=ClPfl__rpSY
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Απολείπειν Ο Θεός Αντώνιον 1911
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://el.wikisource.org/wiki/Απολείπειν_ο_θεός_Αντώνιον
 
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
 
Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνές—
τὴν τύχη σου ποῦ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου
ποῦ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ φεύγει.
Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πῶς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πῶς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς.
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποῦ ταιριάζει σε ποῦ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ χάνεις.

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=28Hpb7fgtLM
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Το Πρώτο Σκάλι 1899
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://itravelpoetry.com/2020/01/19/to-prwto-skali/
 
Το πρώτο σκαλί- Κ.Π. Καβάφης

Το 1899 σε ηλικία 36 ετών ο Καβάφης δημοσιεύει «Το Πρώτο Σκαλί», η σύνθεση του οποίου είχε γίνει σε πρώτη μορφή 4 χρόνια πριν. Ο ποιητής καταγράφει εδώ τόσο την ανησυχία του σχετικά με το λιγοστό της ποιητικής του παραγωγής όσο και την πεποίθησή του πως η αξία της Ποιητικής Τέχνης είναι σημαντικότατη.


Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιον μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι,
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμα σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

 

[πηγή: Κ.Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα (1897-1918), τόμ. Α΄, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1995 (4η έκδ.), σ. 105]

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=fw1xcpfwlTA
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Μυρής Αλεξάνδρεια Του 340 Μ Χ 1929
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://latistor.blogspot.com/2010/02/340.html
 
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης "Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ."

Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.

Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.

Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.

Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».

Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.

[1929]

Ο Καβάφης υιοθετώντας την περσόνα ενός νεαρού ειδωλολάτρη θρηνεί για το θάνατο του ωραίου Μύρη και παράλληλα βρίσκει την ευκαιρία να τιμήσει τον ηδονικό βίο της Αλεξάνδρειας λίγο προτού ο παγανισμός και οι υποστηρικτές του βρεθούν υπό διωγμό. Η Αλεξάνδρεια το 340 μ.Χ. βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο καθώς σιγά – σιγά ο Χριστιανισμός αρχίζει να επικρατεί και ο παγανισμός με όλη την ελευθερία στην ερωτική έκφραση και την εκτίμηση για την ομορφιά και τον έρωτα, που τόσο συγκινεί τον ποιητή, περνά πλέον σε μια ύστατη περίοδο παρακμής.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί παύουν να βρίσκονται υπό διωγμό, καθώς θεσπίζεται η αρχή της ανεξιθρησκίας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Τα προβλήματα βέβαια για τους χριστιανούς συνεχίζονται κι εκείνη την περίοδο αλλά είναι περισσότερο εσωτερικής φύσης. Ο Αρειανισμός, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα, γνωρίζει μεγάλη ακμή και οδηγεί τους πιστούς σε έντονες προστριβές και συγκρούσεις. Ο διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην ανατολή, Κωνστάντιος Β΄ συνεχίζει την ευνοϊκή πολιτική για τους χριστιανούς, αλλά παραμένει κι αυτός υποστηρικτής του Αρειανισμού. Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανισμός κατορθώνει σταδιακά να επικρατήσει και προωθεί έναν σαφώς πιο μετρημένο τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχαν και προτιμούσαν οι ειδωλολάτρες.
Ο αφηγητής του ποιήματος μαθαίνει για το θάνατο του αγαπημένου του Μύρη και πηγαίνει στο χριστιανικό σπίτι του νεκρού, όπου γίνονται οι ετοιμασίες για την κηδεία. Το ιστορικοφανές αυτό ποίημα είναι δοσμένο με πληθώρα στοιχείων θεατρικότητας καθώς ο ποιητής μας δίνει με μεγάλη σκηνοθετική λεπτομέρεια το χώρο όπου διαδραματίζονται τα περιστατικά του ποιήματος, καθώς και τις κινήσεις των προσώπων.
Ο Μύρης αν και χριστιανός εντάσσεται σε μια παρέα παγανιστών και συμμετέχει μαζί τους στα ηδονικά ξενύχτια και τις διασκεδάσεις τους. Ο αφηγητής του ποιήματος αισθάνεται μεγάλη αγάπη για το Μύρη και παρόλο που γνώριζε ότι ήταν χριστιανός δεν αντιλαμβάνεται την έκταση της αφοσίωσης του Μύρη στη θρησκεία του, μέχρι τη στιγμή που βρίσκεται στο σπίτι του και ακούει από τις παριστάμενες γυναίκες να περιγράφουν τις τελευταίες του στιγμές. Ο αφηγητής αρχίζει ξαφνικά να συνειδητοποιεί και να θυμάται όλες εκείνες τις φορές που ο Μύρης είχε εξαιρέσει τον εαυτό του από τις προσευχές της παρέας στους θεούς τους. Σιγά – σιγά ο αφηγητής αρχίζει να νιώθει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το Μύρη κι ότι στην ουσία η μεταξύ τους επαφή δεν υπήρξε τόσο στενή όσο ο ίδιος είχε πιστέψει. Η σκέψη ότι τελικά ήταν δεν ήταν παρά ένας ξένος για το Μύρη κι ότι ο αγαπημένος του νέος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αγάπη του Χριστού, αναστατώνει τον ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος σπεύδει να φύγει από το φρικτό εκείνο σπίτι προτού η κυρίαρχη χριστιανική ατμόσφαιρα αλλοιώσει πλήρως την εικόνα που είχε για το Μύρη. Προτιμά να θυμάται τον αγαπημένο του έτσι όπως τον γνώρισε, δοσμένο στον έρωτα και την έκλυτη ζωή, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώμη του κόσμου.
Ο ποιητής δημιουργεί μια ιστορία συνύπαρξης του χριστιανισμού και του παγανισμού, αφήνοντας όμως να διαφανεί η σταδιακή επικράτηση της νέας θρησκείας. Μέσα από τις αναμνήσεις του αφηγητή ο Καβάφης βρίσκει την ευκαιρία να πλάσει εικόνες ιδανικού ερωτισμού και λυτρωτικής ελευθερίας, γνωρίζοντας όμως ότι κινείται χρονικά στην εποχή όπου η ελευθερία αυτή φτάνει στο τέλος της. Ο Καβάφης επιστρέφει για λίγο σε μια εποχή όπου η Αλεξάνδρεια ήταν δοσμένη στον έρωτα και την ηδονική λατρεία της ομορφιάς, σε μια εποχή που θα ήθελε κι εκείνος να ζει, μόνο και μόνο για να μας προσφέρει μια τελευταία εικόνα αυτής της περιόδου. Συνηθίζει, άλλωστε, να επιλέγει μεταβατικές περιόδους, θέλοντας να αποτυπώσει την αίσθηση εκείνη της παρακμής και της αγωνιώδους προσπάθειας για επιβίωση, όταν πια το τέλος είναι δεδομένο.
Ενδιαφέρουσα, παράλληλα, είναι η υιοθέτηση από τον Καβάφη ενός παγανιστικού προσωπείου -δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά- που τόσες απορίες δημιουργεί σχετικά με τη θρησκευτική τοποθέτηση του ποιητή. Ο Καβάφης, βέβαια, συνηθίζει να εναλλάσσει την οπτική του στο θέμα της θρησκείας, άλλοτε γράφοντας ως νοσταλγός της ειδωλολατρίας και άλλοτε ως θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, αδιαφορώντας για όσους θέλουν να τον εντάξουν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Αρέσκεται, άλλωστε, στο να δημιουργεί εντυπώσεις σχετικά με τις πεποιθήσεις του, μπερδεύοντας έτσι τους μελετητές και τους αναγνώστες του.
Το Σεράπιο ήταν ιερό στην Αλεξάνδρεια αφιερωμένο στον Σέραπι, μια θεότητα που είχε δημιουργηθεί από τον Πτολεμαίο Α΄ σε μια προσπάθεια ένωσης της τοπικής θρησκείας με αυτής των Ελλήνων. Το Σεράπιο καταστράφηκε το 391 μ.Χ. με διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄. 
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=ruu09jquihw
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Λάνη Τάφος 1918
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=9&text_id=700

Λάνη τάφος

Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες κι ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχε που ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.

Θυμάσαι, Μάρκε, που έφερες από του ανθυπάτου
το μέγαρον τον Κυρηναίο περίφημο ζωγράφο,
και με τί καλλιτεχνικήν εκείνος πανουργία
μόλις είδε τον φίλο σου κι ήθελε να σας πείσει
που ως Υάκινθον εξάπαντος έπρεπε να τον κάμει
(μ’ αυτόν τον τρόπο πιο πολύ θ’ ακούονταν η εικών του).

Μα ο Λάνης σου δεν δάνειζε την εμορφιά του έτσι·
και σταθερά εναντιωθείς είπε να παρουσιάσει
όχι διόλου τον Υάκινθον, όχι κανέναν άλλον,
αλλά τον Λάνη, υιό του Ραμετίχου, Αλεξανδρέα.


[1916, 1918*]
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=u0T2lZduSSo
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Τελειωμένα 1911
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://odikosmaskavafis.wordpress.com/μαθητικη-ανθολογια/αναγνωρισμενα/τελειωμενα-1910-1911/
 
 ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ [1910, 1911]    
Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο·
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.
 
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=GZWmreUwxPM
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Ας Φρόντιζαν 1930
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://www.fractalart.gr/as-frontizan/

☆ Κ.Π. Καβάφης – Ας φρόντιζαν..  

Γράφει ο Ευάγγελος Τρυψιάνης // *

Στο εν λόγω ποίημα ο Καβάφης «ξεμπροστιάζει» (δια μέσου της ειρωνείας) με ποιητική μαεστρία έναν τυχοδιώκτη! Τον ανώνυμο ήρωα της μάζας, που στην εποχή της παρακμής μπορεί και περνιέται για «κάποιος». Αυτόν που «λοιδορεί» το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα για το επίπεδο και την ποιότητα τής ζωής του αλλά ταυτόχρονα το συντηρεί. Αυτόν που συμβιβάζεται με το «μέσο όρο» και τελικά καταλήγει να τον εκπροσωπεί. Αυτόν που «πλασάρει» δήθεν «προσόντα» και απαιτεί να βολευτεί! Αυτόν που συναλλάσσεται «κάτω από το τραπέζι», μ’ αυτούς που καταριέται και περιφρονεί στις παρέες και στα καφενεία!  Αυτόν που «κρύβεται» πίσω από κλισέ φράσεις, που λειτουργούν σαν άλλα συγχωροχάρτια: «Δεν φταίω εγώ», «Το σύστημα είναι τέτοιο», «Κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο» κ.λπ., διαιωνίζοντας το μη φυσιολογικό! Αυτόν που ο Χ. Έσσε, στο βιβλίο του «Ο Λύκος της Στέπας», αποκαλεί μπουρζουά. Και ο μπουρζουάς είναι: «ένα πλάσμα με αδύναμες επιθυμίες, αγχώδες, φοβισμένο μη φανερωθεί και εύκολο να υποταγεί». Ένας τύπος που «δεν βάζει τίποτε πιο ψηλά από τον εαυτό του – όσο φτηνός και αν είναι» και «προτιμάει την άνεση από την ευχαρίστηση, την ευκολία από την ελευθερία..». Τέτοιος είναι εδώ ο πρωταγωνιστής μας.

 

Με αφορμή το ποίημα ας στοχαστούμε:

  • Ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη και ποιος του πολιτικού;
  • Όταν ένας τόπος «καταρρέει» και οι άνθρωποί του δυστυχούν, ποιες είναι οι ευθύνες των πολιτών και ποιες των πολιτικών;
  • Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή των πολιτικών αντιπροσώπων; Θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά;
  • Ποιοι και με ποιους τρόπους συντηρούν το διεφθαρμένο και μη αποτελεσματικό σύστημα εξουσίας;
  • Τι σημαίνει να είναι κανείς «ενεργός» και «υπεύθυνος» πολίτης;
  • Τι σημαίνει «χρηστή διοίκηση» και «αξιοκρατία»;
  • Πώς μπορεί ν’ αλλάξει ο κακός τροπός διοίκησης και η ιδιοτελής συμπεριφορά των πολιτών;

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.

Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια

όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:

αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

 

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.

Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος

(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·

τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).

Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,

κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.

Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.

Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·

κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:

του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα

ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,

την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω

να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.

 

Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους —

τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;

αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,

κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,

θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.

Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,

πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη

για το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί

να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Οι αναγνώστες της καβαφικής ποίησης διαβάζοντας τόν ποιητικό τίτλο «Ας φρόντιζαν» θα μπορούσαν ν’ αναρωτηθούν:

  • Ποιοι να φρόντιζαν;
  • Για ποιο αντικείμενο να φρόντιζαν;
  • Με ποιον τρόπο να φρόντιζαν γι’ αυτό;

Επίσης, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, θα μπορούσαν ν’ αναρωτηθούν:

  • Ποιος/α διατυπώνει τη συγκεκριμένη φράση και κάτω από ποιες συνθήκες;

Στο καβαφικό ποίημα «Ας φρόντιζαν» (γραμμένο το 1930) ο πρωταγωνιστής του, μία ανώνυμη ύπαρξη τής πόλης, εκθέτει στους αναγνώστες την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει (Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης) λόγω της δαπανηρής ζωής στην Αντιόχεια, όπου και διέμενε (Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια / όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε: / αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο). Του άρεσαν, βλέπετε, οι απολαύσεις, η καλή – έκλυτη ζωή, και δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στις «Σειρήνες».

Όμως, παρά τη δύσκολη οικονομική του κατάσταση δεν το βάζει κάτω. Και γιατί να κάνει κάτι τέτοιο, όταν διαθέτει «προσόντα» που μπορούν να τον βγάλουν από το αδιέξοδό του; Διότι νέος και υγιής είναι (εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην) και την ελληνική γνωρίζει (Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος) και μορφωμένος είναι (ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙ / τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς) και στρατιωτικές γνώσεις κατέχει (Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα) και φιλίες με μισθοφόρους έχει (ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων) και την Αλεξάνδρεια ξέρει να την «περπατήσει» (Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι)  και από διοικητικά κατιτίς γνωρίζει (Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά) και – κυρίως – είναι γνώστης του πολιτικού παρασκηνίου, της καμαρίλας (κάπως γνωρίζω -κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον- τά ἐκεῖ: / τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά). Μια χαρά «προσόντα»! Τι λέτε κ’ εσείς;

Έξάλλου, όπως μας εξομολογείται, είναι όχι μόνο πρόθυμος να υπηρετήσει την πατρίδα του, τη Συρία, αλλά και το πλέον ενδεδειγμένο πρόσωπο (φρονῶ πώς εἶμαι στά γεμάτα / ἐνδεδειγμένος γιά νά ὑπηρετήσω αὐτήν τήν χώρα, / τήν προσφιλῆ πατρίδα μου Συρία).

Βέβαια, γνωρίζει ότι όλα τα παραπάνω («προσόντα» και «καλές» προθέσεις) δεν αρκούν για να μπορέσει να γίνει «ωφέλιμος» για τον τόπο του και τους συνανθρώπους του! Υπάρχει, βλέπετε, ένα υπόγειο σύστημα συμφερόντων, πολιτικό-οικονομικής φύσεως, που δεν αφήνει κανένα «τίμιο», «αγνό» και γεμάτο «προσόντα» πρόσωπο – όπως ο πρωταγωνιστής μας (!) – να «σταδιοδρομήσει», να «προσφέρει» στο κοινωνικό σύνολο και στον τόπο του (Ἄν πάλι μ’ ἐμποδίσουνε μέ τά συστήματά τους – / τούς ξέρουμε τούς προκομένους: νά τά λέμε τώρα;). Τι φταίει, λοιπόν, και αυτός; Στο χέρι του είναι; (ἄν μ’ ἐμποδίσουνε, τί φταίω ἐγώ).

Γι’ αυτό και είναι πρόθυμος ν’ απευθυνθεί στις τρεις πολιτικές προσωπικότητες, Ζαβίνα – Γρυπό – Υρκανό (τρομάρα τους!), για να τον «βοηθήσουν» (και να τους «βοηθήσει»!). Δούναι και λαβείν. Σας θυμίζει κάτι; (Θ’ ἀπευθυνθῶ πρός τόν Ζαβίνα πρῶτα, / κι ἄν ὁ μωρός αὐτός δέν μ’ ἐκτιμήσει, / θά πάγω στόν ἀντίπαλό του, τον Γρυπό. / Κι ἄν ὁ ἠλίθιος κι αὐτός δέν μέ προσλάβει, / πηγαίνω παρευθύς στόν ‘Υρκανό).

Όλο και κάποιος απ’ αυτούς θα τον πάρει κοντά του. (Θά μέ θελήσει πάντως ἕνας ἀπ’ τους τρεῖς). Με το αζημίωτο (εξάλλου πολιτικοί τυχοδιώκτες είναι, όλοι το ξέρουν)! Αλλά τι φταίει και ο φίλος μας; (κατεστραμμένος ἄνθρωπος, τί φταίω ἐγώ). Μήπως υπάρχει κάποιος άλλος καλύτερος; Αυτόν θα διάλεγε, αν υπήρχε! (Μετά χαρᾶς θά πήγαινα μ’ αὐτόν). Γι’ αυτό και η συνείδησή του μένει ήσυχη (Κ’ εἶν’ ἡ συνείδησίς μου ἥσυχη)! Ας φρόντιζαν οι θεοί!  (οι άνθρωποι θα πω εγώ) να υπήρχε κάποιος που δε θα ’βλαπτε τον τόπο και τους ανθρώπους του!  (Ἀς φρόντιζαν οἱ κραταιοί θεοί / να δημιουργούσαν ἕναν τέταρτο καλό).

 
* Ο Ευάγγελος Τρυψιάνης είναι φιλόλογος (ειδίκευση: Νεοελληνική Φιλολογία), κάτοχος
MSc Εκπαίδευσης Ενηλίκων & MSc Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και δύο σχολικά βοηθήματα για την Ιστορία της Γ΄ Λυκείου.

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=E23cNY_muyM
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Αλεξανδρινοί Βασιλείς 1912
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexG3_5.html

Αλεξανδρινοί βασιλείς  

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ έχει την αφετηρία του στο Βίο Αντωνίου τον Πλουτάρχου. Εκεί ο ιστορικός διηγείται πως ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα οργάνωσαν μια μεγαλοπρεπή γιορτή στο στάδιο της Αλεξάνδρειας και καθισμένοι πάνω σε χρυσούς θρόνους μοίρασαν βασιλικούς τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας. Σκοπός του Πλουτάρχου είναι να δείξει πόσο ο Αντώνιος είχε υποδουλωθεί όχι μονάχα στην Κλεοπάτρα, αλλά και στο πνεύμα της ανατολίτικης χλιδής, πράγματα ανάρμοστα για ένα Ρωμαίο στρατηγό.

Ο Καβάφης γράφει το ποίημα το 1912. Να προσέξετε κυρίως πώς ο ποιητής μεταπλάθει το ιστορικό γεγονός, ποια στοιχεία προβάλλει ιδιαίτερα και πού μετατοπίζει το βάρος του νοήματος.

5

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα,Ανάγλυφο που αναπαριστά την Κλεοπάτρα και τον γιο της Καισαρίωνα, Ναός της Άθωρ στη Δένδερα και τα μικρά του αδέρφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,

10

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος - τον είπαν* βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος - τον είπαν βασιλέα

15

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμέθυστων,

20

δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες
κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια

25

που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.


Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

30

των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κι ενθουσιάζονταν, κι επευφημούσαν

 

ελληνικά, κι αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα -
μόλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.


Καισαρίων: γιος της Κλεοπάτρας και του Ιουλίου Καίσαρα. Θανατώθηκε σε ηλικία δεκαεφτά χρονών από τον Οκταβιανό στην Αλεξάνδρεια, το 30 π.Χ.
Αλέξανδρος και Πτολεμαίος: παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο.
Γυμνάσιο: γυμναστήριο, το στάδιο της Αλεξάνδρειας.
τον είπαν: τον ανακήρυξαν.
αίμα των Λαγιδών: φυσικά από τη μητέρα του μόνο. Η δυναστεία της Κλεοπάτρας (Λαγίδες) είχε γενάρχη της τον Πτολεμαίο τον Λάγου, στρατηγό και έναν από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, ιδρυτή του βασιλείου της Αιγύπτου.

---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=fi7U2WDFaec
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Επέστρεφε 1912
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από https://el.wikisource.org/wiki/Επέστρεφε

Επέστρεφε

Επέστρεφε
Κωνσταντίνος Καβάφης


1912
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.


Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
---------------------------------------------------------
από https://www.youtube.com/watch?v=_pTZALdXvrA
 
Η Έλλη Λαμπέτη διαβάζει Καβάφη
 
Κωνσταντίνος Καβάφης - Φωνές 1904
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
από http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2218/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Gymnasiou_html-empl/index07_07.html

Φωνές

Το ποίημα «Φωνές» γράφτηκε το 1904. Ανήκει στα συμβολικά καβαφικά ποιήματα και έχει ως βασικό θέμα του τη λειτουργία της μνήμης. Διαπνέεται από νοσταλγική λυρική διάθεση για αγαπημένα πρόσωπα και εμπειρίες του παρελθόντος.


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.

Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό.

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας –
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.

Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, τόμ. 1, Ίκαρος

---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------
---------------------------------------------------------